Created
September 10, 2020 10:17
-
-
Save ntakouris/7932327bef19774c8336c4f38d7404f2 to your computer and use it in GitHub Desktop.
This file contains hidden or bidirectional Unicode text that may be interpreted or compiled differently than what appears below. To review, open the file in an editor that reveals hidden Unicode characters.
Learn more about bidirectional Unicode characters
Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι | |
το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι | |
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει | |
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε μαύρη σαν καλιακούδα | |
Μην ο Καλύβας έρχεται μην ο Λεβεντογιάννης | |
Νουδ' ο Καλύβας έρχεται νουδ' ο Λεβεντογιάννης | |
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες | |
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνει | |
Ψηλή φωνή εσήκωσε τον πρώτο του φωνάζει | |
Τον ταϊφά μου σύναξε μάσε τα παλικάρια | |
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες | |
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω την Αλαμάνα | |
που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια | |
Παίρνουνε τ' αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια | |
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια | |
Καρδιά παιδιά μου φώναξε παιδιά μη φοβηθείτε | |
Σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε | |
Ανάθεμά τα τα βουνά με το ζακόνι πόχουν | |
το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα | |
και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα | |
Κανένας δεν τα χάρηκε μεσ’ 'ς τον απάνω κόσμο | |
η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα | |
Πηδάνε παίζουν και γλεντάν και ρήνουν 'ς το σημάδι | |
γυρίζουν και 'ς τη σούγλα τους τα παχουλά τα κριάρια | |
ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν φοβούνται τα κλεφτόπλα | |
Αχός βαρύς ακούγεται πολλά τουφέκια πέφτουν | |
Μήνα σε γάμο ρίχνονται Μήνα σε χαροκόπι | |
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι | |
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια | |
Η Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δήμουλα τον πύργο | |
Δαυλί στο χέρι άρπαξε κόρες και νύφες κράζει | |
Σκλάβες Τουρκών μη ζήσουμε παιδιά μου αγκαλιαστείτε | |
Χίλια φουσέκια ήταν εκεί κι αυτή φωτιά τους βάνει | |
και τα φουσέκια ανάψανε κι όλες φωτιά γενήκαν | |
Ένας αϊτός περήφανος ένας αϊτός λεβέντης | |
από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του | |
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση | |
μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά ψηλά 'ς τα κορφοβούνια | |
Κ’ έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους | |
εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του | |
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε 'ς ένα ψηλό λιθάρι | |
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει | |
Ήλιε για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα | |
να λειώσουνε τα κρούσταλλα να λειώσουνε τα χιόνια | |
να γίνη μια άνοιξη καλή να γίνη καλοκαίρι | |
να ζεσταθούν τα νύχια μου να γιάνουν τα φτερά μου | |
να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια | |
Έχε γεια καημένε κόσμε | |
έχε γεια γλυκιά ζωή | |
Έχετε γεια βρυσούλες | |
κάμποι βουνά ραχούλες | |
έχετε γεια βρυσούλες | |
κι εσείς Σουλιωτοπούλες | |
Στη στεριά δεν ζει το ψάρι | |
ούτε ανθός στην αμμουδιά | |
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε | |
δίχως την ελευθεριά | |
Έχετε γεια βρυσούλες | |
κάμποι βουνά ραχούλες | |
έχετε γεια βρυσούλες | |
κι εσείς Σουλιωτοπούλες | |
Κάπου πόλεμος γίνεται 'ς Ανατολή και Δύση | |
και τό μαθε μια λυγερή και πάει να πολεμήση | |
Αντρίκια ντύθη κι' άλλαξε και πέρνει τάρματά της | |
Φίδια στρώνει το φάρο της κι' όχιαίς τον καλλιγώνει | |
και τους αστρίταις τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια | |
Φτερνιά δίνει του μαύρου της πάει σαράντα μίλια | |
κι' άλλη ματαδευτέρωσε 'ς τον πόλεμον εμπήκε | |
'Σ τά μπα της στράταις έκανε 'ς τά βγα της μονοπάτια | |
'ς τάλλο της στριφογύρισμα έσπασε το λουρί της | |
φανήκαν τα χρυσόμηλα τα λινοσκεπασμένα | |
Σαρακηνός την αγνατά ναπό ψηλή ραχούλα | |
Παιδιά και μη δειλιάσετε παιδιά μη φοβηθήτε | |
Γυναίκειος ειν' ο πόλεμος νυφαδιακός ο κούρσος | |
Κ' η λυγερή όντας τ' άκουσε 'ς τον Άη Γιώργη τρέχει | |
Αφέντη μου άη Γιώργη μου χώσε με το κοράσιο | |
να κάμω τά μπα σου χρυσά και τά βγα σου ασημένια | |
και τα ξυλοκεράμιδα ούλο μαργατιτάρι | |
Εσκίσανε τα μάρμαρα κ' εμπήκε η κόρη μέσα | |
Σαρακηνός να κ' έφτασε κοντά 'ς τον άη Γιώργη | |
Άγιε μου Γιώργη χριστιανέ φανέρωσε την κόρη | |
να βαφτιστώ 'ς τη χάρη σου εγώ και το παιδί μου | |
εμέ να βγάλουν Κωσταντή και το παιδί μου Γιάννη | |
Ανοίξανε τα μάρμαρα κ' έφάνηκεν η κόρη | |
Ποιος είδε ψάρι 'ς το βουνό και θάλασσα σπαρμένη | |
ποιος είδε κόρη λυγερη 'ς τα κλέφτικα ντυμένη | |
Τέσσαρους χρόνους περπατεί μ' αρματωλούς και κλέφταις | |
κανείς και δεν τη γνώρισε ναπό τη συντροφιά της | |
Και μιαν αυγή και μια λαμπρή μια πίσημον ημέρα | |
βγήκαν να παίξουν το σπαθί να ρήξουν το λιθάρι | |
Εκόπη τασημόκουμπο κ' εφάνη το βυζί της | |
Κανένας δεν τη λόγιασε από τα παλληκάρια | |
μα να μικρό κλεφτόπουλο σκυφτό χαμογελά της | |
Τι έχεις βρε βλάμη και γελά τι έχεις και χαμοβλέπεις | |
Είδα τον ήλιο πόλαμψε κ' έφεξε το φεγγάρι | |
είδα και το βυζάκι σου που είν' άσπρο σαν το χιόνι | |
Σώπα μωρέ κλεφτόπουλο μιλιά μη μολογήσης | |
και να σε πάρω ψυχογιό βαριά να σε πλουτίσω | |
για να βαστάς το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι | |
Εγώ δε θέλω ψυχογιός βαριά να με πλουτίσης | |
για να βαστώ το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι | |
μόν' θέλω σε γυναίκα μου και να με πάρης άντρα | |
Που ειπή το θέλω εις εμέ πρέπει και νά ναι άξιος | |
νά ναι πρωτοπαλλήκαρο και κλεφτοπολεμάρχος | |
Το ζήτημά σου είναι βαρύ μα α θέλη ο θιός θα γίνη | |
α θέλη ο θιός να μ' αγαπάς ο πρώτος ούλων είμαι | |
Δείξε μου πού ναι οι φωτιαίς οι σπαθισμοί τα βόλια | |
κ' εγώ για την αγάπη σου θα πέσω πρώτος 'ς ούλα | |
Σύγνεφο μαύρο σκέπαζε το Σούλι και την Κιάφα | |
ολημερίς εχιόνιζε ολονυχτίς χιονίζει | |
Απ' το Συστράνι πρόβαινε ένας λιγνός Λεβέντης | |
που από τα Γιάννενα πικρά μαύρα μαντάτα φέρνει | |
Τα παλικάρια τα καλά τα χάνουν οι συντρόφοι | |
Ακούστε Φώτου τα παιδιά του Δράκου παλικάρια | |
το Δέλβινο το άπιστο πρόδωσε τα παιδιά σας | |
Τ' Αλή πασά του τα φερε τα έξ' αράδα αράδα | |
Κι αυτός τα τέσσερά 'σφαξε δυονών ζωή χαρίζει | |
του Δήμου Δράκου τον υιό κι εν' αδερφό του Φώτου | |
Κι εκείνοι καθώς τ' άκουσαν βαριά τους κακοφάνει | |
Δέσποτα και Πρωτόπαπα βάλε το πετραχήλι | |
να ψάλεις τα μνημόσυνα των έξ' παλικαριών μας | |
Τα δυο καθώς τα τέσσαρα σφαμμένα τα μετρούμε | |
ούτε κι ο τύραννος ζωή των Σουλιωτών χαρίζει | |
ούτε Σουλιώτης ζωντανός στα χέρια του λογιέται | |
Ως έτρωγα κι' ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα | |
ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου ερράη | |
κ' εμένα ο νους μου τό βαλε παντρεύουν την καλή μου | |
με κάποιον άλλον τη βλογούν κ' εκείνη δεν τον θέλει | |
παντρευαρραβωνιάζουν την κ' εμένα μ' αστοχούνε | |
Περνώ και πάω 'ς τους μαύρους μου τους εβδομηνταπέντε | |
Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι | |
ποιος ειν' αψύς και γλήγορος να τον καβαλλικέψω | |
ν' αστράψη 'ς την ανατολή και να βρεθή 'ς τη δύση | |
Οι μαύροι μου όσοι τάκουσαν ούλοι βουβοί απομείναν | |
κι' όσαις φοράδες τάκουσαν έρρηξαν τα πουλάρια | |
κ' ένας γρίβας παλιόγριβας σαρανταπληγιασμένος | |
κείνος απολογήθηκε γυρίζει και μου λέει | |
Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι' αν είναι | |
Οπού είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια μουλάρια | |
οπού είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο | |
Εγώ είμαι γέρος κι' άχαρος ταξίδια δε μου πρέπουν | |
μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω | |
οπού μ' ακριβοτάγιζε 'ς το γύρο της ποδιάς της | |
κι' οπού μ' ακριβοπότιζε 'ς τη χούφτα του χεριού της | |
Μόν' δέσε το κεφάλι σου με δυο με τρία μαντήλια | |
και σφίξε τη μεσούλα σου με δυο με τρία ζουνάρια | |
να μη σε φάη η βουή και ντραλιστής και πέσης | |
Και μη σε πάρη κουρτεσιά και βάλης φτερνιστήρι | |
και θυμηθώ τη νιότη μου και κάμω σαν πουλάρι | |
και σπείρω τα μυαλούδια σου 'ς εννιά μοδιώ χωράφι | |
Στρώνει γοργά το μαύρο του γοργά καβαλλικεύει | |
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια | |
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε | |
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει | |
Θέ μου να βρω τον κύρη μου 'ς ταμπέλι να κλαδεύη | |
Σα χριστιανός που τόλεγε σαν άγιος εξακούστη | |
κι' απάντησε τον κύρη του που κλάδευε 'ς ταμπέλι | |
Καλώς τα κάνεις γέροντα το τίνος είν' ταμπέλι | |
Της ερημιάς της σκοτεινιάς του γιου μου του φευγάτου | |
Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα | |
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη | |
Παρακαλώ σε γέροντα αλήθεια να με δώσης | |
τάχα θα φτάσω 'ς τη χαρά θα φτάσω και 'ς το γάμο | |
Αν έχης μαύρο γλήγορο 'ς σπίτι τους προφτάνεις | |
κι' αν είν' οκνός ο μαύρος σου 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις | |
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλια | |
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε | |
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει | |
Θε μου να βρω τη μάννα μου 'ς τον κήπο να ποτίζη | |
Σα χριστιανός που τόλεγε σαν άγιος εξακούστη | |
κ'ευρήκε τη μαννούλα του που πότιζε τον κήπο | |
Ώρα καλή γερόντισσα το τίνος ειν' ό κήπος | |
Της ερημιάς της σκοτεινιάς του γιου μου του φευγάτου | |
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρη νάλλον άντρα | |
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη | |
Πες μου να ζης γερόντισσα φτάνω κ' εγώ 'ς το γάμο | |
Αν εχης μαύρο γλήγορο 'ς το σπίτι τους προφτάνεις | |
κι' αν ειν' οκνός ο μαύρος σου 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις | |
Δίνει του μαύρου του βιτσιά 'ς τη χώρα κατεβαίνει | |
Εκεί σιμά εκεί κοντά 'ς το σπίτι του να φτάση | |
ο μαύρος του χλιμίντρισε κ' η κόρη αναστενάζει | |
Τι έχεις κόρη μ' και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις | |
τα ρούχα σου δεν είν' καλά ή τα φλωριά σου λίγα | |
Φωτιά να κάψ' τα ρούχα σου και λάβρα τα φλωριά σου | |
τι ο μαύρος που χλιμίντρισε σαν του καλού μου μοιάζει | |
Αν ειν' ο πρώτος άντρας σου να βγω να τον σκοτώσω | |
Δεν ειν' ο πρώτος άντρας μου να βγής να τον σκότωσης | |
μόν' είν' ο πρώτος μου αδερφός μου φέρνει τα προικιά μου | |
Αν είν' ο πρώτος σου αδερφός έβγα να τον κέρασης | |
Χρυσό ποτήρι νάρπαξε να βγή να τον κεράση | |
Δεξιά μου στέκα λυγερή ζερβά μου πέρνα κόρη | |
Το μαύρο του χαμήλωσε κ' η κόρη απάνω ευρέθη | |
Βγάλλει και το χρυσό σπαθί και ταργυρό μαχαίρι | |
δίνει του μαύρου του βιτσιά κ' επήρε χίλια μίλλια | |
μηδέ το μαύρον είδανε μήτε τον κορνιαχτό του | |
Οπού είχε μαύρο γλήγορο νείδε τον κορνιαχτό του | |
κι' οπού είχε μαύρο κ' είν' οκνός μηδέ τον κορνιαχτό του | |
Καλώς ανταμωθήκαμε νεμείς οι ντερτιλήδες | |
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας | |
Πάλε καλαίς αντάμωσαις πάλε ν’ ανταμωθούμε | |
‘ ς τον Άγιο Λια 'ς τον πλάτανο ψηλά 'ς το κρυονέρι | |
πόχουν οι κλέφταις σύνοδο κ’ οι καπιταναραίοι | |
πόχουν αρνιά και ψένουνε κριάρια σουγλισμένα | |
όπ' έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι | |
κ’ έχουν την Γκόλφω 'ς το πλευρό και τους κερνάει και πίνουν | |
Κι’ ο καπετάνιος τους μιλάει κι’ ο καπετάνιος λέει | |
Για φάτε πιέτε βρε παιδιά χαρήτε να χαρούμε | |
τούτον το χρόνο τον καλό τον άλλο ποιος το ξέρει | |
για ζούμε για πεθαίνουμε για 'ς άλλον κόσμο πάμε | |
Κάτου ‘ς του Φονιά τον κάμπο | |
και 'ς της θάλασσας τον άμμο | |
‘ς ένα δέντρο φουντωμένο | |
μπέης ήταν ξαπλωμένος | |
κ' είχε τάτι του δεμένο | |
και βαριά σιδερωμένο | |
Βρόνταγε τα πέταλα του | |
κ' έσκουζε για τον αγά του | |
Σήκω απάνου αφέντη μπέη | |
σε γυρεύουν 'ς το σεφέρι | |
τι σκουριάσουν τάρματά σου | |
και τασημοχάντζαρά σου | |
Δεν μπορώ καϊμένε γρίβα | |
γιατί μ’ έχουν λαβωμένο | |
'ς την καρδιά πιτυχημένο | |
Σύρε σκάψε με τα νύχια | |
με ταργυροπέταλά σου | |
τραύηξέ με με τα δόντια | |
ρήξε με μέσα 'ς το χώμα | |
Έπαρε και τάρματά μου | |
δώσε τα 'ς τα γονικά μου | |
Έπαρε και το μαντήλι | |
το χρυσό το δαχτυλίδι | |
να τα πάγης της καλής μου | |
να με κλαίη όταν τα βλέπη | |
Κάτω στου βάλτου τα χωριά | |
Ξηρόμερο και Άγραφα | |
Και στα πέντε βιλαέτια | |
Φάτε πιείτε μωρ’ αδέρφια | |
Εκεί είν’ οι Κλέφτες οι πολλοί | |
ούλοι ντυμένοι στο φλούρι | |
κάθονται και τρων και πίνουν | |
και την Άρτα φοβερίζουν | |
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή | |
βρίζουν τα γένια του κατή | |
γράφουνε και στο Κομπότι | |
προσκυνούνε το δεσπότη | |
Βρε Τούρκοι κατσετε καλα | |
γιατί σας καίμε τα χωριά | |
Γρήγορα το αρματολίκι | |
γιατ’ ερχόμαστε σα λύκοι | |
Μαύρη μωρέ πικρή είν' η ζωή που κάνουμε | |
Εμείς οι μαύροι κλέφτες εμείς οι μαύροι κλέφτες | |
Όλη μωρέ όλη μερούλα πόλεμο | |
όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι | |
με φό μωρέ με φόβο τρώμε το ψωμί | |
Με φόβο τρώμε το ψωμί με φόβο περπατάμε | |
Ποτέ μωρέ ποτέ μας δεν αλλάζουμε | |
ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε | |
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια | |
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων | |
που 'χουν τ' ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες | |
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τις έξι τα τσαπράζια | |
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν | |
Καβάλα τρώνε το ψωμί καβάλα πολεμάνε | |
καβάλα πάν' στην εκκλησιά καβάλα προσκυνάνε | |
καβάλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι | |
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά φλουριά ρίχνουν στους άγιους | |
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες | |
Χριστέ μας 'βλόγα τα σπαθιά 'βλόγα μας και τα χέρια | |
Κι ό Θοδωράκης μίλησε κι ο Θοδωράκης λέει | |
Τούτ' οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν | |
Απόψ' είδα στον ύπνο μου στην υπνοφαντασιά μου | |
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα | |
Ελάτε να σκορπίσουμε μπουλούκια να γενούμε | |
Σύρε Γιώργο μ' στον τόπο σου Νικήτα στο Λοντάρι | |
εγώ πάω στην Καρύταινα πάω στους εδικούς μου | |
ν' αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου | |
'τι θα περάσω θάλασσα στη Ζάκυνθο θα πάω | |
Μάννα μ' έκαταράστηκες βαρειά κατάρα μου είπες | |
Κλέφτης να βγης παιδάκι μου κάμπους βουνά να τρέχης | |
ολημερίς 'ς τον πόλεμο τη νύχτα καραούλι | |
και 'ς τα γλυκοχαράματα να πιάνης το ταμπούρι | |
Να ήσουνα πετροπέρδικα 'ς τα πλάγια του Πετρίλου | |
ν' αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους | |
ν' αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ' τα παλληκάρια | |
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί 'ς το χέρι | |
κι' απ' τη φωνή του την ψηλή αχολογάει ο τόπος | |
Βαρείτε παλληκάρια μου σκοτώνετε τους σκύλους | |
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίση | |
τι έκαμα όρκο φοβερό Τούρκο να μη σκλαβώσω | |
Παιδιά σαν θέτε λεβεντιά και κλέφταις να γενήτε | |
νεμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω | |
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια | |
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφταις | |
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε | |
ολημερίς 'ς τον πόλεμο τη νύχτα καραούλι | |
Δώδεκα χρόνους έκαμα 'ς τους κλέφταις καπετάνιος | |
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα δεν πλάγιασα σε στρώμα | |
τον ύπνο δεν έχόρτασα του ύπνου τη γλυκάδα | |
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα | |
και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο | |
Άρκοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένη τάβλαν | |
σε μαρμαρένη κι' αργυρή και σε μαλαματένη | |
κι' ούλοι τρώσι και πίνουσι κι' αθιολή δε φέρνου | |
κι' ο Κωσταντίνος ο μικρός ας εψιλοτραούει | |
τ' ακράνη του τ' Ανδρόνικου του νιου του παινεμένου | |
Μαύρος είσαι μαύρα φορείς μαύρο καβαλλικεύγεις | |
Μαθθαίνεις το να περπατή μαθθαίνεις το να δρέμη | |
μαθθαίνεις το να έχεται τον όχλον του πολέμου | |
μαθθαίνεις τον και της στεριάς ωσάν και του πελάου | |
ξεχάνεις και της λυερής της γλυκοποθητής σου | |
Γέρασα ο μαύρος γέρασα δε μπορώ 'α περπατήσω | |
δε μπορώ 'ά σύρω τάρματα τα γέρημα τσαπράζια | |
τοις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα | |
Τουφέκι μου περήφανο πιστόλια πέρα πέρα | |
και συ σπαθί μου διμισκί με τη χρυσή τη χούφτα | |
δεν πρέπεστε για κρέμασμα κι' ουδέ για το παζάρι | |
μόν πρέπεστε για λεβεντιά και για λιανή μεσούλα | |
Κάτου 'ς την άσπρη πέτρα και 'ς το κρυό νερό | |
εκεί κείτεται ο Γιάννος τ' Ανδρονίκου ο γιος | |
κομμένος και σφαμένος κι' ανεγνώριοτος | |
Το αίμα του σαν βρύση χύνονταν 'ς τη γης | |
και γιατρεμό δεν είχεν η βαθειά πληγή | |
Τούρκοι τον παραστέκουν και Ρωμιοί τον κλαιν | |
κι' απάρθενα κοράσια τον μοιρολογούν | |
Γιάννο μ' δεν είχες μάννα μάννα κι' αδερφή | |
δεν είχες και γυναίκα για να σ' έκλαιγεν | |
Θαρρώ πως είχα μάννα μάννα κι' αδερφή | |
κ' η δόλια μου η γυναίκα να την πόρχεται | |
με δυο μαύρα λιθάρια στηθοδέρνοντας | |
Γιάννο μου δεν σου το είπα δε σ' αρμήνευα | |
με χίλιους μην τα βάνης και μην πολεμάς | |
Σώπα καλέ γυναίκα και ντροπιάζεις με | |
Εγώ είμαι ο ανδρειωμένος τ' Ανδρόνικου ο γιος | |
που τρέμει ο κόσμος όλος κι' όλα τα χωριά | |
και τρέμουν τρεις πασάδες που πολέμαγα | |
Δεν ήσαν μήτε πέντε μήτε δεκοχτώ | |
εφτά χιλιάδες ήσαν κ' εγώ αμοναχός | |
κι' απ' τοις εφτά χιλιάδες ένας γλύτωσε | |
που χε Λαγού πηλάλα Δράκου δύναμη | |
και της αγριολαφίνας τα πηδήματα | |
'Σ τα νέφια νέφια πάει 'ς τα νέφια περπατεί | |
'ς τον ουρανό πετούσε 'ς τάστρη εχάνονταν | |
Μια σαϊττιά μου παίζει μέσα 'ς την καρδιά | |
τη δύναμη μου κόβει κι' όλη την αντρειά | |
Ό Διγενής ψυχομαχεί κ' η γη τόνε τρομάσσει | |
Βροντά κι' αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ο απάνω κόσμος | |
κι' ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια | |
κ' η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τόνε σκεπάση | |
πως θα σκεπάση τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο | |
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε σπήλιο δεν τον εχώρει | |
τα όρη εδιασκέλιζε βουνού κορφαίς επήδα | |
χαράκι' αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε | |
'Σ το βίτσιμά πιανε πουλιά 'ς το πέταμα γεράκια | |
'ς το γλάκιο και 'ς το πήδημα τα λάφια και ταγρίμια | |
Ζηλεύγει ο Χάρος με χωσιά μακρά τόνε βιγλίζει | |
κ' ελάβωσέ του την καρδιά και τη ψυχή του πήρε | |
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνη | |
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι' όλους τους αντρειωμένους | |
νά ρθη ο Μηνάς κι' ο Μαυραϊλής νά ρθη κι' ο γιος του Δράκου | |
νά ρθη κι' ο Τρεμαντάχειλος που τρέμει η γη κι' ο κόσμος | |
Κ' επήγαν και τον ηύρανε 'ς τον κάμπο ξαπλωμένο | |
Βογγάει τρέμουν τα βουνά βογγάει τρέμουν οι κάμποι | |
Σαν τι να σ' ηύρε Διγενή και θέλεις να πεθάνης | |
Φίλοι καλώς ωρίσατε φίλοι κι' αγαπημένοι | |
συχάσατε καθήσατε κ' εγώ σας αφηγειέμαι | |
Της Αραβίνας τα βουνά της Σύρας τα λαγκάδια | |
που κει συνδυό δεν περπατούν συντρείς δεν κουβεντιάζουν | |
παρά πενήντα κ' εκατό και πάλε φόβο νέχουν | |
κ' εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι' αρματωμένος | |
με τετραπίθαμο σπαθί με τρεις οργυαίς κοντάρι | |
Βουνά και κάμπους έδειρα βουνά και καταράχια | |
νυχτιαίς χωρίς αστροφεγγιά νυχτιαίς χωρίς φεγγάρι | |
Και τόσα χρόνια πού ζησα δω 'ς τον απάνου κόσμο | |
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους | |
Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο | |
πόχει του ρίσου τα πλουμιά της αστραπής τα μάτια | |
με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένια αλώνια | |
κι' όποιος νικήση από τους δυο να παίρνη την ψυχή του | |
Κ' επήγαν κ' επαλέψανε 'ς τα μαρμαρένια αλώνια | |
κι' όθε χτυπάει ο Διγενής το αίμα αυλάκι κάνει | |
κι' όθε χτυπάει ό Χάροντας το αίμα τράφο κάνει | |
Στα χίλια οχτακόσια εικοσιοχτώ μιαν Τρίτη | |
(αφουγκρασθήτε να σας πω ογιά τη μαύρη Κρήτη) | |
σύναξη κάνου οι βασιλείς και πάνε 'ς το Παρίσι | |
να κάμουνε συνέλεψη τι να γενή η Κρήτη | |
Μ' απής εσυναχτήκανε κι'άρχηξαν το κουσούλτο | |
ούλοι εδιχονήσανε και παίρνει την ο Τούρκος | |
Αθρώπους τότ' επέψανε κ' εις τσοι Καλύβαις βγαίνει | |
να συναχτούν οι Χρισθιανοί να δώση το χαμπέρι | |
Και σαν εσυναχτήκασι διαβάζει τη συθήκη | |
κ' έγραφε πως εδώκανε του Μισιριού την Κρήτη | |
Φωνιάζουν κλαίν οι Χρισθιανοί Αφέντες κουμαντάτες | |
εβγάστ' απάνω 'ς τα βουνά να κάτσετε 'ς τσοι στράταις | |
να ιδήτε ούλα τα πουλιά απού ψηλά πετούσι | |
τα κόκκαλα τω Χρισθιανώ 'ς τ' αντόδια να βαστούσι | |
Όσοι καταλυθήκανε 'ς τα όρη κ' εις τα δάση | |
ποιος είν' απού θα σας τσοι πη και θα τσοι λογαριάση | |
Ακούσετε να σάσε πω τα πάθη τα δικά μας | |
'Σ την Αραπιά πουλήσανε οι Τούρκοι τα παιδιά μας | |
και όσοι απομείναμε εις τα βουνά γλακούμε | |
ξυπόλυτοι κι' ολόγδυμνοι για να λευτερωθούμε | |
Κ' είχαμε θάρρος εις εσάς τσοι βασιλείς τσοι Φράγκους | |
κ' εδά μας αδικήσετε κι' αφήκετέ μας σκλάβους | |
'Όντε θα βγουν τα νέφαλα και να φανούν οι κρίνοι | |
και να ρθ' ο φοβερός κριτής ούλους να μάσε κρίνη | |
τα τάγματ' ούλα τ' ουρανού τριγύρου ν' ακλουθούσι | |
τα πάθη τω Χρισθιανώ τάδικα να γροικούσι | |
νά ρθουνε με παράπονο κ' οι Κρήτες να σταθούνε | |
μπροστά 'ς το φοβερό κριτή τ' άδικά των να πούνε | |
τότες ν' άποκριθήτ’ εσείς Αγγλία και Γαλλία | |
μπροστά 'ς το φοβερό κριτή δευτέρα παρουσία | |
Τώρα αποφασίσανε κ' εκάμανε συθήκη | |
πως να ναι πάλι αραγιάς του Μισιριού η Κρήτη | |
Φύγετε Φύγετ' άστε μας μα μεις θε να σκεφτούμε | |
γη ούλοι θ' αποθάνωμε γη θα λευτερωθούμε | |
Θε μου και συ πώς το βαστάς εις τη σκλαβιά ακόμη | |
ούλοι λευτερώθηκανε κ' η Κρήτη να ναι μόνη | |
Έρχουνται πλοία φράγκικα και πάνε 'ς τη Γραμπούσα | |
και βγάνουνε τσοί Χρισθιανούς όπου την εβαστούσα | |
Και Μισιριώταις φέρνουνε κ' εις τα χωριά χτυπούσι | |
φορούνε ρούχα κόκκινα και τούμπανα βαστούσι | |
Καθίζουν σε μερκά χωριά και κάνουνε κρισάδες | |
και τυραννούν τσοί Χρισθιανούς σκεντσεύγουν τς αραγιάδες | |
Σ τα χίλια οχτακόσια 'ς τα τριάντα | |
'ς τς οχτώ του Σεντεμπριού ήρθ' η γι αρμάδα | |
Και βγαίνει 'ς τ' Ακρωτήρι σιργιανίζει | |
τον κόσμο βιζιτάρει και ξανοίγει | |
τσοι Χρισθιανούς γυρεύγουνε να ιδούσι | |
και θλιβερό χαμπέρι για να πούσι | |
Οι Χρισθιανοί να μείνουν αραγιάδες | |
Κ' οι Τούρκοι χαραίς κάνουνε μεγάλαις | |
Γλήγορα εις την φράγκικην αρμάδα | |
εγράψανε παράπονα μεγάλα | |
Όρη βουνά και τρύπαις και λαγκάδια | |
γεμάτα νιαι φτωχούς και παλληκάρια | |
τσι πείνας και τση δίψας ξεραμμένοι | |
για να λευτερωθούνε οι καϊμένοι | |
Κ' οι καπετάνι' αρχίζουν και γελούσι | |
κ' εις τα καράβια μπαίνουν και κινούσι | |
Το κρίμα τω φτωχώ και τω χηράδω | |
εις το λαιμό σας να 'ν' ούλων τω Φράγκω | |
Απόψε είδα στον ύπνο μου στον ύπνο που κοιμόμουν | |
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα | |
Είχε θολά τα ρέματα και τα νερά βαμμένα | |
κεφάλια εκύλουνε μπροστά κεφάλια κι από πίσω | |
'Ξήγα τ' Αντώνη μ' ‘ξήγα το τ' όνειρο που μ' εφάνει | |
Παιδιά μου μη σκοτίζεστε κι εγώ σας το ξηγάω | |
Τούρκους πολλούς θα κόψουμε θα πάρουμε και πλιάτσικα | |
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν | |
το ποιο να ρίξει την βροχή το ποιο να ρίξει χιόνι | |
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι | |
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου | |
Μη με μαλώνεις Κίσαβε βρε τουρκοπατημένε | |
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες | |
Εγώ είμ' ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος | |
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες | |
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης | |
Κι όταν το παίρν' η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια | |
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους | |
Έχω και το χρυσόν αϊτό το χρυσοπλουμισμένο | |
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει | |
Ήλιε μ' δεν κρους τ' από ταχύ μόν' κρους το μεσημέρι | |
να ζεσταθούν τα νύχια μου τα νυχοπόδαρά μου | |
Τρία πουλάκια κάθουνται 'ς τον Έλυμπο 'ς τη ράχη | |
τό να τηράει τα Γιάννινα τάλλο την Κατερίνα | |
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει | |
Τι είν’ το κακό που πάθαμε οι μαύροι οι Λαζαίοι | |
Μας χάλασε ο Βελή πασάς μας έκαψε τα σπίτια | |
μας πήρε τοις γυναίκες μας μας πήρε τα παιδιά μας | |
'ς τον Τούρναβο τοις πάησε πεσκέσι του βεζίρη | |
Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα κι’ οπίσω οι συννυφάδες | |
κι’ οπίσω οπίσω η Κώσταινα με το παιδί 'ς το χέρι | |
σα μήλο σα τριαντάφυλλο σα νεραντζιά κομμένη | |
Βγαίνουν κυράδες την τηρούν από τα παραθύρια | |
Ποιαις είν’ αυταίς οπόρχουνται 'ς την Πόρτα 'ς το Σαράϊ | |
Κυράδες τί λογιάζετε κυράδες τί τηράτε | |
Εμείς είμεστε κλέφτισαις γυναίκες των Λαζαίων | |
Βελή πασάς αγνάντευε στέκει και τοις ρωτάει | |
Γυναίκες που ειν' οι άντροι σας κ' οι καπιταναραίοι | |
Είναι ψηλά 'ς τον Έλυμπο ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια | |
Πάρτε ταις τρεις φλακώστε ταις βάλτε ταις 'ς το μπουντρούμι | |
την Κώσταινα την όμορφη φέρτε την 'ς το χαρέμι | |
Άφες μ' αφέντη μ' άφες με δυο λόγια να σου κρίνω | |
να γράψω μια πικρή γραφή 'ς τον καπετάνιο Κώστα | |
Εσύ Κώστα μ’ 'ς τον Έλυμπο ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια | |
κ' η Κώσταινα 'ς τον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι | |
Του Λάλα με τα κρύα νερά με τοις βαρειαίς κυράδες | |
με τοις τραναίς αρχόντισσαις τοις καλομαθημέναις | |
που δεν καταδεχόντανε τη γης να την πατήσουν | |
ποφόρηγαν χρυσά σκουτιά και κόκκινα σαλβάρια | |
και τώρα πώς κατάντησαν κοπέλλαις ‘ς τους ραγιάδες | |
Φέρνουν βαρέλια με νερό και ξύλα ζαλωμέναις | |
νάχουν οι Έλληνες νερό φωτιά να πυρωθούνε | |
Και η μια την άλλη έλεγανε και η μια την άλλη λένε | |
Τί να 'ν' κείνα που φαίνονται τί να 'ν' εκείνα π' ερχώνται | |
Μηνά ειν' μπαϊράκια τούρκικα μην τά στειλε ο πασάς μας | |
Δεν ειν' μπαϊράκια τούρκικα δεν τα στείλε ό πασάς μας | |
παρά ειν' μπαϊράκια κλέφτικα κ' είναι των Πλαπουταίων | |
Ήλιε που βγαίνεις το ταχύ 'ς ούλον τον κόσμο δούδεις | |
'ς ούλον τον κόσμ' ανάτειλε 'ς ούλην την οικουμένη | |
'ς τω Μπαρμπαρέσσω τοις αυλαίς ήλιε μην ανατείλης | |
κι' αν ανατείλης ήλιε μου να γοργοβασιλέψης | |
γιατ' έχουν σκλάβους έμορφους πολλά παραπονιάρους | |
και θα γραθού οι γιαχτίδες σου που τω σκλαβώ τα δάκρυα | |
Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα | |
παιδιά της Σαμαρίνας μωρέ παιδιά καημένα | |
παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα | |
Σαν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά | |
ψηλά στη Σαμαρίνα μωρέ παιδιά καημένα | |
ψηλά στη Σαμαρίνα κι ας είστε λερωμένα | |
Τουφέκια να μωρέ μην ρίξετε | |
τραγούδια να μην πείτε μωρέ παιδιά καημένα | |
τραγούδια να μην πείτε κι ας είστε λερωμένα | |
Να μην τ’ ακούσει μωρέ η μάνα μου | |
κι η δόλια η αδελφή μου μωρέ παιδιά καημένα | |
κι η δόλια η αδελφή μου κι ας είστε λερωμένα | |
Και βγουν στη στράτα μωρέ να σας δουν | |
και ’ρθουν και σας ρωτήσουν μωρέ παιδιά καημένα | |
και ’ρθουν και σας ρωτήσουν κι ας είστε λερωμένα | |
Μην πείτε πως μωρέ λαβώθηκα | |
βαριά για να πεθάνω μωρέ παιδιά καημένα | |
βαριά για να πεθάνω κι ας είστε λερωμένα | |
Να πείτε πως μωρέ παντρεύτηκα | |
πήρα καλή γυναίκα μωρέ παιδιά καημένα | |
πήρα καλή γυναίκα κι ας είστε λερωμένα | |
Την πέτρα έχω μωρέ πεθερά | |
τη μαύρη γης γυναίκα μωρέ παιδιά καημένα | |
τη μαύρη γης γυναίκα κι ας είστε λερωμένα | |
Κι αυτά τα μωρέ λιανολίθαρα | |
αδέρφια και ξαδέρφια μωρέ παιδιά καημένα | |
αδέρφια και ξαδέρφια κι ας είστε λερωμένα | |
Παίρνουν ν' ανθίσουν τα κλαριά κ' η πάχνη δεν τ' αφήνει | |
θέλω κ' εγώ να σ' αρνηθώ και δε μ' αφήνει ο πόνος | |
Σαν παίρνης τον κατήφορο την άκρη το ποτάμι | |
με το πλατύ πουκάμισο με τάσπρο σου ποδάρι | |
χαμήλωσε την μπόλια σου και σκέπασε τα φρύδια | |
να μη φανούνε τα φιλιά να μη σε καταλάβουν | |
και σε ζηλέψουν τα πουλιά της άνοιξης ταηδόνια | |
Σύρε να ειπής της μάννας σου να μη σε καταρειέται | |
τι θα την κάμω πεθερά τι θα την κάμω μάννα | |
Άιντε και βάνε τάρματα κ' έλα 'ς την Κρύα Βρύση | |
να περπατάμε 'ς τα βουνά 'ς της Λιάκουρας τα χιόνια | |
να σαι τς αυγούλας η δροσιά και του Μαγιού η πάχνη | |
και μέσα 'ς το λημέρι μου να λάμπης σαν την Πούλια | |
Σ όλον τον κόσμο ξαστεριά σ’ όλον τον κόσμο ήλιος | |
και 'ς τα καϊμένα Γιάννενα μαύρο παχύ σκοτάδι | |
τι φέτο εκάμαν τη βουλή οχτώ βασίλεια ανθρώποι | |
κ' εβάλανε τα σύνορα 'ς της Άρτας το ποτάμι | |
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Πούντα | |
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Άρτα | |
κι' αφήκανε το Μέτσοβο με τα χωριά του γύρα | |
Σαράντα παλικάρια από τη Λε από τη Λεβαδιά | |
πάνε για να πατήσουνε την Τροπό μωρ’ την Τροπολιτσά | |
Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα μωρ’ γέροντα απαντούν | |
Γεια σου χαρά σου γέρο καλώς τα τα καλώς τα τα παιδιά | |
Πού πάτε παλικάρια πού πάτε ορέ πού πάτε ορέ παιδιά | |
Πάμε για να πατήσουμε την Τροπό μωρ’ την Τροπολιτσά | |
Έλα και συ ρε γέρο να πάμε για να πάμε για κλεψιά | |
Δεν ημπορώ παιδιά μου γιατί ’μαι γέ γιατί ’μαι γέροντας | |
Περάστε από τη στάνη κι από τα πρό κι από τα πρόβατα | |
και πάρτε τον υιό μου τον πιο μικρό τον πιο μικρότερο | |
Που ’χει λαγού ποδάρια και πέρδικας και πέρδικας φτερά | |
και ξέρ’ τα μονοπάτια απ’ όλους πιο απ’ όλους πιο καλά | |
Σαράντα παλικάρια από τη Λεβαδιά | |
καλά κι αρματωμένα πάνε για κλεψιά | |
Πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό | |
πάνε και για κάψουν χώρες και νησιά | |
Κάνα δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο | |
γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνειά | |
Επήγαν και τον βρήκαν σε βαθιά σπηλιά | |
Οπ' έλιωνε τα ασήμι κι έφτιανε κουμπιά | |
Γειά σου χαρά σου γέρο Καλώς τα παιδιά | |
καλώς τα παλικάρια τα κλεφτόπουλα | |
Σήκω να βγούμε γέρο κλέφτες στα βουνά | |
Δεν ημπορώ παιδιά μου γιατ' εγέρασα | |
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα | |
Και πάρτε τον γιο μου τον μικρότερο | |
που' χει λαγού ποδάρι δράκου δύναμη | |
Ξέρει τα μονοπάτια και τα σύρματα | |
ξέρει και τα λημέρια που λημέριαζα | |
ξέρει τις κρύες βρύσες που 'πινα νερό | |
ξέρει τα μοναστήρια που 'παιρνα ψωμί | |
και ξέρει και τις τρύπες που κρυβόμουν | |
Αυτού μπροστά που πάτε στο Καλό Χωριό | |
έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά | |
Τήρα μη σας μεθύσουν και σας πιάσουνε | |
και στον Κατή σας πάνε σας κρεμάσουνε | |
Του γέρου την ορμήνεια την ξεχάσανε | |
επήγαν και μεθύσαν και τους πιάσανε | |
Σαν τ' άκουσε κι ο γέρος χαμογέλασε | |
κουμπούρια ξεκρεμάει κι αρματώνεται | |
Στο δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά | |
Ώρα καλή πασά μου και Τουρκοκριτή | |
να βγάλεις τα παιδιά μου απ' τη φυλακή | |
Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω από το Σούλι | |
Το ‘να ναι του Μουχτάρ πασά τάλλο του Σελιχτάρη | |
το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου | |
Μια παπαδιά τ' αγνάντεψε ναπό ψήλη ραχούλα | |
Πού στε του Λάμπρου τα παιδιά πού ‘στε νοι Μποτσαραίοι | |
Αρβανιτιά μας πλάκωσε θέλει να μας σκλαβώση | |
Ας έρτουν οι παλιότουρκοι τίποτε δε μας κάνουν | |
Ας έρτουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια | |
να μάθουν Λάμπρου το σπαθί Μπότσαρη το τουφέκι | |
τ’ άρματα των Σουλιώτισσων της ξακουσμένης Χάιδως | |
Κι’ ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι | |
Παιδιά σταθήτε στέρεα σταθήτε αντροειωμένα | |
γιατ' έρχεται ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες | |
Ο πόλεμος αρχίνησε κι’ άναψαν τα τουφέκια | |
Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας | |
Παιδιά μ' ήρθ' ώρα του σπαθιού κι’ ας πάψη το τουφέκι | |
Κι' όλοι έπιασαν και σπάσανε τοις θήκαις τω σπαθιώ τους | |
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά τους βάνουν σαν κριάρια | |
Άλλοι έφευγαν κι' άλλοι έλεγαν Πασά μου ανάθεμα σε | |
Μέγα κακό μας έφερες τούτο το καλοκαίρι | |
εχάλασε τόση Τουρκιά σπαΐδες κι’ Αρβανίταις | |
Δεν είν' εδώ το Χόρμοβο δεν είν' η Λαμποβίτσα | |
εδώ είν' το Σούλι το κακό εδώ είν' το Κακοσούλι | |
που πολεμούν μικρά παιδιά γυναίκες σαν τους άνδρες | |
που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλληκάρι | |
Κι' ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί 'ς το χέρι | |
Έλα πασά τι κάκιωσες και φεύγεις με μενζίλι | |
Γύρισ’ εδώ 'ς τον τόπο μας 'ς την έρημη την Κιάφα | |
εδώ να στήσης το θρονί να γένης και σουλτάνος | |
Μάνα μου τα μάνα μου τα κλεφτόπουλα | |
τρώνε και τραγουδάνε άιντε πίνουν και γλεντάνε | |
Μα ένα μικρό μα ένα μικρό κλεφτόπουλο | |
δεν τρώει δεν τραγουδάει βάι δεν πίνει δεν γλεντάει | |
Μόν' τ' άρματα μόν' τ' άρματα του κοίταζε | |
Του τουφεκιού του λέει Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη | |
Τόσες φορές τόσες φορές με γλύτωσες | |
απ' των εχθρών τα χέρια κι απ' των Τούρκων τα μαχαίρια | |
Και τώρα με και τώρα με παράτησες | |
σαν καλαμιά στον κάμπο βάι δε ξέρω τι να κάνω | |
Τα παλληκάρια του Μοριά κ’ οι έμορφαις της Πάτρας | |
ποτές δεν καταδέχονταν πεζοί να περπατήσουν | |
και τώρα πώς κατάντησαν σκλάβοι 'ς τους Αρβανίταις | |
Κλαίγουν οι μαύροι τη σκλαβιά οπού είναι σκλαβωμένοι | |
κλαίγουν και τον ξεχωρισμό το πώς θα ξεχωρίσουν | |
Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει | |
Αφήνει η μάννα το παίδι και το παιδί τη μάννα | |
χωρίζει κ’ εν’ αντρόγυνο μια μέρα ανταμωμένο | |
Σημαίνει ο Θιος σημαίνει η γης σημαίνουν τα επουράνια | |
σημαίνει κ' η αγιά Σοφιά το μέγα μοναστήρι | |
με τετρακόσια σήμαντρα κ’ εξηνταδυό καμπάναις | |
κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και διάκος | |
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς δεξιά ο πατριάρχης | |
κι' απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνναις | |
Να μπούνε 'ς το χερουβικό και νά βγη ο βασιλέας | |
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι' άπ' αρχαγγέλου στόμα | |
Πάψετε το χερουβικό κι' ας χαμηλώσουν τ' άγια | |
παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε | |
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη | |
Μόν στείλτε λόγο 'ς τη Φραγκιά νάρτουνε τρία καράβια | |
το ‘να να πάρη το σταυρό και τάλλο το βαγγέλιο | |
το τρίτο το καλύτερο την άγια τράπεζα μας | |
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας την μαγαρίσουν | |
Η Δέσποινα ταράχτηκε κ' εδάκρυσαν οι εικόνες | |
Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζης | |
πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά σας είναι | |
Αχός βαρύς ακούεται πολλά τουφέκια πέφτουν | |
Μήνα σε γάμο ρήχνονται μήνα σε χαροκόπι | |
Ουδέ σε γάμο ρήχνονται ουδέ σε χαροκόπι | |
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις και μ' γγόνια | |
Αρβανιτιά την πλάκωσε 'ς του Δημουλά τον πύργο | |
Γιώργαινα ρήξε τάρματα δεν είν' εδώ το Σούλι | |
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά σκλάβα των Αρβανίτων | |
Το Σούλι κι' αν προσκύνησε κι’ αν τούρκεψε νη Κιάφα | |
Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε δεν κάνει | |
Δαυλί 'ς το χέρι νάρπαξε κόραις και νύφαις κράζει | |
Σκλάβαις Τούρκων μη ζησωμε παιδιά μ' μαζί μου ελατε | |
Και τα φυσέκια ανάψανε κι' όλοι φωτιά γενήκαν | |
Τ' ακούσατε τι γίνηκε 'ς τα Γιάννενα τη λίμνη | |
που πνίξανε τοις δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη | |
Αχ Φροσύνη παινεμένη | |
τι κακό παθες καϊμένη | |
Άλλη καμιά δεν τό βαλε το λιαχουρί φουστάνι | |
πρώτ' η Φροσύνη το βαλε και βγήκε 'ς το σιργιάνι | |
Αχ Φροσύνη παινεμένη | |
και 'ς τον κόσμο ξακουσμένη | |
Δε σ' τό ‘λεγα Φροσύνη μου κρύψε το δαχτυλίδι | |
γιατί αν το μάθη ο Αλήπασας θε να σε φάη το φίδι | |
Αχ Φροσύνη μου καϊμένη | |
τι πολύ κακό θα γένη | |
Αν είστε Τούρκοι αφήστε με χίλια φλωριά σας δίνω | |
σύρτε με ‘ς το Μουχτάρπασα δυο λόγια να του κρίνω | |
Αχ Φροσύνη μου καϊμένη | |
τι κακό πολύ θα γένη | |
Πασά μου πού είσαι πρόβαλε τρέξε να με γλυτώσης | |
μέρωσε τον Αλή πασά και δώσε ό τι να δώσης | |
Αχ Φροσύνη πέρδικά μου | |
τι κακό ‘παθες κυρά μου | |
Εις το Βεζίρη τα φλωριά τα δάκρυα δεν περνάνε | |
και σένα μ' άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε | |
Αχ Φροσύνη πέρδικα μου | |
μόκαψες τα σωθικά μου | |
Νά ταν οι πέτραις ζάχαρη να ρήχνανε 'ς τη λίμνη | |
για να γλυκάνη το νερό για την κυρά Φροσύνη | |
Αχ Φροσύνη παινεμένη | |
μέσ 'ς τη λίμνη ξαπλωμένη | |
Φύσα βοριά φύσα θρακιά για ν' αγρίεψη η λίμνη | |
να βγάλη ταις αρχόντισσαις και την κυρά Φροσύνη | |
Αχ Φροσύνη παινεμένη | |
μεσ 'ς τη λίμνη ξαπλωμένη | |
Φροσύν' σε κλαίει το σπίτι σου σε κλαίνε τα παιδιά σου | |
σε κλαίν όλα τα Γιάννενα κλαίνε την ομορφιά σου | |
Αχ Φροσύνη πέρδικα μου | |
μόκαψες τα σωθικά μου | |
Όλαις οι καπετάνισσαις από το Κακοσούλι | |
όλαις την Άρτα πέρασαν 'ς τα Γιάννινα τοις πάνε | |
σκλαβώθηκαν οι αρφαναίς σκλαβώθηκαν οι μαύραις | |
κ’ η Λένω δεν επέρασε δεν την επήραν σκλάβα | |
Μόν πήρε δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια | |
σέρνει τουφέκι σισανέ κ' εγγλέζικα κουμπούρια | |
έχει και ‘ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο | |
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν πέντε τζοχανταραίοι | |
Τούρκοι για μην παιδεύεστε μην έρχεστε σιμά μου | |
σέρνω φουσέκια 'ς την ποδιά και βόλια 'ς τοις μπαλάσκαις | |
Κόρη για ρηξε τάρματα γλύτωσε τη ζωή σου | |
Τι λέτε μωρ' παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια | |
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη η αδελφή του Γιάννη | |
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια | |
Πως λάμπει ο ήλιος ‘ς τα βουνά 'ς τους κάμπους το φεγγάρι | |
έτσι έλαμπε κ’ η Λιάκαινα 'ς τα τούρκικα τα χέρια | |
Πέντε Αρβανίταις την κρατούν και δέκα την ξετάζουν | |
Κ’ ένα μικρό μπεόπουλο κρυφά την κουβεντιάζει | |
Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι δεν παίρνεις Τούρκον άντρα | |
να σ’ αρματώση 'ς το φλωρί μεσ’ 'ς το μαργαριτάρι | |
Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου τη γης να κοκκινήση | |
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήση | |
Κι’ ο Λιάκος την αγνάντεψε ναπό ψηλή ραχούλα | |
κοντοκρατεί το μαύρο του στέκει και τον ξετάζει | |
Δύνεσαι μαύρε μ' δύνεσαι να βγάλης την κυρά σου | |
Δύνομαι αφέντη μ’ δύνομαι να βγάλω την κυρά μου | |
Να μ’ αυγατίσης την ταή σαρανταπέντε χούφταις | |
να μ’ αυγατίσης το κρασί σαρανταπέντε κούπαις | |
να δέσης το κεφάλι σου με δεκοχτώ μαντήλια | |
να δέσης τη μεσούλα σου μαζί με τη δική μου | |
Βιτσιά δίνει τ’ αλόγου του ‘ς τη μέση γιουρουστάει | |
και πάησε και την άδραξε ‘ς το σπίτι του την πάει | |
Ο Κωσταντής ο ομορφονιός ο μικροκωσταντϊνος | |
μια μέρα θέλησε να βγη να λαγοκυνηγήση | |
και διάβαινε καμαρωτός απ' την πλατειά τη ρούγα | |
Εκεί είδε τη Λιογέννητη με τετρακόσιαις σκλάβαις | |
Σε κρεμεζιά τριανταφυλλιά ήταν ακουμπισμένη | |
κ' είχε τα φρύδια τορνευτά τα μάτια σα ζαφείρι | |
και 'ς το μικρό το δάχτυλο είχε το δαχτυλίδι | |
καλλιά λαμπε το δάχτυλο παρά το δαχτυλίδι | |
Ωσάν την είδ' ο Κωσταντής αφήνει το κυνήγι | |
Κινάει να πάη 'ς το σπίτι του σα μήλο μαραμμένος | |
Χωρίς θέρμη θερμάθηκε χωρίς οριόν ερριάστη | |
δίχως τον πονοκέφαλο έπεσε 'ς το κρεβάτι | |
Μάννα ψυχή μάννα καρδιά μάννα και το κεφάλι | |
Μάννα θολά είναι τα βουνά και θαμπερό το σπίτι | |
Γιε μου καλά είναι τα βουνά και λαμπερό το σπίτι | |
μα συ κορίτσι ναγαπάς κ' εκείνη δεν το ξέρει | |
Μάννα την κόρη που είδα γω άλλος να μη την πάρη | |
Στείλε να κράξης άρχοντες και μητροπολιτάδες | |
να παν να κάμουν προξενειά γυναίκα να την πάρω | |
Στέλνει τρακόσιους άρχοντες και μητροπολιτάδες | |
στέλνει τον άρχοντα Φωκά στέλνει το Νικηφόρο | |
στέλνει τον Πετροτράχηλο που τρέμει η γης κι' ο κόσμος | |
Εχτύπησαν οι άρχοντες την αργυρή την πόρτα | |
Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας | |
Ημείς είμεστε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες | |
ο Κωσταντής μας έστειλε δυο λόγια να σου πούμε | |
Ανοίξετε 'ς τους άρχοντες 'ς τους μητροπολιτάδες | |
Φέρτε τρακόσια στρώματα φέρτε τρακόσια πεύκια | |
για να καθίσουν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες | |
φέρτε Μονεβασιά κρασί να πιουν οι αντρειωμένοι | |
Εμπαίνουν τότε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες | |
και την ευρίσκουν κ' έπλεγε τ' ολόχρυσο γάϊτάνι | |
Καθώς τους είδε η λυγερή επροσηκώθηκέ τους | |
Καλώς ήρθαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες | |
φάτε και πιέτε γέροντες κ' εγώ 'ς τον ορισμό σας | |
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε | |
Προξενητάδες είμαστε κ' ήρθαμε να σου ποΰμε | |
ο Κωσταντής μας έστειλε τόμορφο παλληκάρι | |
αν είναι θέλημα θεού γυναίκα να σε πάρη | |
Σαν τ' άκουσε η Λιογέννητη νεχτύπησε τα γέλοια | |
Για πήτε του του Κωσταντή του μοσκαναθρεμμένου | |
δε θέλω τον δεν χρήζω τον δεν καταδέχομαί τον | |
Σαν έρθη η μάννα μ' απ' τη γης κι' ο κύρης μ' απ' τον άδη | |
τα δυο μ' αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο | |
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση | |
χρυσάγανο χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο | |
και με τ' άργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν | |
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι | |
μηδέ και τάχυρο βραχή μηδέ και το σιτάρι | |
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη | |
τότε κ' εγώ τον Κωσταντή θα τόνε πάρω γι' άντρα | |
και πάλι ναί και πάλι όχι και πάλι σα μου δόξη | |
Σάν ηκουσαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες | |
τους κακοφάνηκε πολύ κ' έσκυψαν το κεφάλι | |
Κι' αυτή τότε τους έδωκε τ' ολόχρυσο γαϊτάνι | |
Όρίστε την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο | |
Εκίνησαν κ' επήγαιναν πικροί και μαραμμένοι | |
κι' ο Κωσταντής καρτέρειγε 'ς την αργυρή του πόρτα | |
Καλώς ήρθαν οι άρχοντες με τα καλά τα λόγια | |
Κακώς ήρθαν οι άρχοντες με τα κακά τα λόγια | |
Δε θέλει σε δε χρήζει σε δε καταδέχεταί σε | |
Σαν έρθη η μάννα τς απ' τη γης κι' ο κύρης απ' τον άδη | |
τα δυο τς αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο | |
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση | |
χρυσάγανο χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο | |
και με ταργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν | |
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι | |
μηδέ και τάχυρο βραχή μηδέ και το σιτάρι | |
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη | |
τότε κι' αυτή τον Κωνσταντή θα τόνε πάρη γι' άντρα | |
και πάλι ναι και πάλι όχι και πάλι σαν της δόξη | |
Ό Κωσταντής σαν τ άκουσε μέγας καϊμός τον πήρε | |
και ζήτησε και τόδωκαν τ' ολόχρυσο γαϊτάνι | |
Πήγε να βρη τοις μάγισσαις που ξέρουν από μάγια | |
Ωσάν τον είδε κ' έρχονταν της μάγισσας η κόρη | |
Μάννα μ' ο νιος οπ' έρχεται του κάμπου καβαλλάρης | |
παίρνουν τα ρούχα του δροσιά και τα λυχνά του πάχνη | |
'παίρνουν τα πασουμάκια του ανθούς από τα δέντρα | |
κι' ο γύρος του προσώπου του για κόρη είναι θλιμμένος | |
'Σ τα μάγια γω γεννήθηκα 'ς τα μάγια θα πεθάνω | |
κ' εγώ δεν τόνε γνώρισα και συ τόνε γνωρίζεις | |
Καλή σου μέρα μάγισσα με την καλή σου κόρη | |
Δεν έχεις μάγια της καρδιάς και μάγια της αγάπης | |
να κάμης τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά μου | |
Αν έχης πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της | |
θα κάμω τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά σου | |
Εγώ χω πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της | |
εγώ χω την πλεξίδα της τ' ολόχρυσο γαϊτάνι | |
Σύρε άνοιξε την πόρτα σου και δέσε τα θηριά σου | |
και κάθου και καρτερεί την να ρθή 'ς την αγκαλιά σου | |
Και βγάνει από τον κόρφο της τρία μήλα μαραμμένα | |
Το να ρήξε 'ς το τρίστρατο να πάψουν οι διαβάταις | |
τάλλο ρήξε 'ς τον ποταμό να πάψουν τα ποτάμια | |
το τρίτο ρήξ' 'ς τη λυγερή να ρθή γυρεύοντας σε | |
Το νά ρηξε 'ς το τρίστρατο και πάψαν οι διαβάταις | |
τάλλό ρηξε 'ς τον ποταμό και πάψαν τα ποτάμια | |
το τρίτο το φαρμακερό 'ς της λυγερής τς αγκάλαις | |
Ως τό είδε η κόρη εσβήστηκε ως το είδε δαιμονίστη | |
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα τη σκότισαν τα μάγια | |
Μώρ' βάγιαις μου μώρ' ντάνταις μου μώρ' σκλάβαις του πατρός μου | |
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες | |
τι εσήμανε η Παντάνασσα να πά' να προσκυνήσω | |
Κυρά ταρνίθια δε λαλούν καμπάναις δε σημαίνουν | |
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει | |
Μπα του πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη | |
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι | |
Μια δούλα δεν την άφηκε κι' από κοντά της πήγε | |
Σαν έφτακε σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο | |
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη | |
Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι | |
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους | |
ξεσκούφωτη ξυπόλητη και ξεμαλλοπλεμένη | |
Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι | |
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους | |
ξεσκούφωτη ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη | |
Θέ μου κι' αν είμαι καθαρή κι' αν είμ' εγώ παρθένο | |
άστραψε και μπουμπούνιξε να χαλαστοϋν τα μάγια | |
Άστραψε και μπουμπούνιξε χαλάστηκαν τα μάγια | |
Ο Κωοταντής ολονυχτίς καρτέρειγε 'ς το σπίτι | |
κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα το μαϋρο του σελλώνει | |
Ανάθεμα σε μάγισσα που μάγια δε γνωρίζεις | |
Σαν είν' η κόρη καθαρή τα μάγια τί σου φταίνε | |
Σύρε ξουρίσου φράγκικα και ντύσου 'ς τα γυναίκεια | |
γυναίκεια και χαιρέτησε κατά την ώρα που είναι | |
και πες Είμ' η ξαδέρφη σου από τον Άη Δονάτο | |
όπου πλουμί δεν ήξερα κ' ήρθα πλουμί να μάθω | |
Ξουρίστηκε 'ς τα φράγκικα και ντύθηκε γυναίκεια | |
κ' εχτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας | |
Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας | |
Εγώ είμαι η ξαδέρφη σου από τον Άη Δονάτο | |
οπού πλουμί δεν ήξερα κ' ήρθα πλουμί να μάθω | |
Καλώς ήρθ' η ξαδέρφη μου μα γώ δε σε γνωρίζω | |
και πούθεν είν' ο τόπος σου και πούθεν η γενιά μας | |
Αλάργα είν' ο τόπος μου κι' από κοντά η γενιά μας | |
κ' εμείς εξεμακρύναμε κ' εχάθηκε η γενιά μας | |
κ' εδώ με στέλνει η μάννα μου πλουμίδια να με μάθης | |
Μετά χαράς ξαδέρφη μου πλουμίδια να σε μάθω | |
πλουμίδια και κεντίσματα κι' απ' ότι θέλει ο νους μου | |
Μετά χαράς ξαδέλφη μου πλουμίδια να σε μάθω | |
πλουμίδια και κεντίσματα κι' ότι θέλει ο νους σου | |
Σάν άρχισε και νύχτωνε πήρε να σκοτεινιάση | |
ο Κωσταντής σηκώθηκε τάχα πως θε να φύγη | |
Ενύχτωσε κ' έβράδιασε πήρε να σκοτεινιάση | |
πάν τα θηριά 'ς τοις κοίταις τους ταηδόνια 'ς τοις φωλιαίς τους | |
κ' εγώ το ξένο κ' έρημο απόψε που να μείνω | |
Μην πλήσσης αξαδέρφη μου και μένεις με τοις σκλάβαις | |
Εγώ του βασιλιώς παιδί του βασιλιώς αγγόνι | |
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις σκλάβαις | |
Μην πλήσσης αξαδέρφη μου και μένεις με τοις δούλαις | |
Εγώ του βασιλιώς παιδί του βασιλιώς αγγόνι | |
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις δούλαις | |
Μην πλήσσης αξαδέρφη μου και μένεις με τοις ντάνταις | |
Εγώ του βασιλιώς παιδί του βασιλιώς αγγόνι | |
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις ντάνταις | |
Μην πλήσσης αξαδέρφη μου και μένεις με τοις βάγιαις | |
Εγώ του βασιλιώς παιδί του βασιλιώς αγγόνι | |
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις βάγιαις | |
Μην πλήσσης αξαδέρφη μου και μένομε τα δυο μας | |
Ανάψτε βάγιαις τα κηριά μουνούχοι τοις λαμπάδες | |
και στρώσετε την κλίνη μου τη λινομέταξή μου | |
Βάλετε στρώμα ναργυρό στρώμα μαλαματένιο | |
βάλετε τα παπλώματα τα υφάναν Ανεράδες | |
και τα υφαδιοπλουμίσασι του Δράκοντα οι κύραις | |
και στρώστε πάτους βασιλκό και πάτους μαντζουράνα | |
και πάτους δεντρολίβανο να κοιμηθούμε αντάμα | |
Ολονυχτίς κοιμούντανε σαν δυο γλυκά αδερφάκια | |
και προς τα ξημερώματα σαν τάγρια πουλάκια | |
Σαν έφεξε ξημέρωσε σαν ήρθε η άλλη η νύχτα | |
Μάννα άνοιξε τοις πόρταις σου και δέσε τα θηριά σου | |
γιατί θε νά ρθη η νύφη σου θε νά ρθη η μαυρομάτα | |
Ολίγος ύπνος μ' έπιασε και πάω για να πλαγιάσω | |
κι' όντας θε νά ρθη η νύφη σου να ρθής να με ξυπνήσης | |
Σύρε παιδί μου πλάγιασε κ' εγώ θα καρτερέσω | |
κι' όντας θε να ρθη η νύφη μου θα ρθώ να σε ξυπνήσω | |
Κ' εκείνη η σκύλα η άνομη δεν έκαμε όπως είπε | |
μόν' έκλεισε την πόρτα της κ' έλυσε τα θεριά της | |
κ' έβαλε ομπρός 'ς τη ρούγα της γούρνα φαρμακωμένη | |
Επλάγιασε η Λιογέννητη 'ς τη αργυρή της κλίνη | |
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα τη σκότισαν τα μάγια | |
Μώρ' βάγιαις μου μώρ' ντάνταις μου μώρ' σκλάβαις του πατρός μου | |
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες | |
τι εσήμανε η Παντάνασσα να πάω να προσκυνήσω | |
Κυρά ταρνίθια δε λαλούν καμπάναις δε σημαίνουν | |
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει | |
Μπα τους πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη | |
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι | |
Μια δούλα δε την άφηκε κι' από κοντά της πήγε | |
Σαν έφτακε σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο | |
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη | |
Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μερημέρι | |
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους | |
ξεσκούφωτη ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη | |
Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι | |
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους | |
ξεσκούφωτη ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη | |
Θε μου κι' αν είμαι καθαρή κι' αν είμ' εγώ παρθένο | |
άστραψε και μπουμπούνιξε να χαλαστοϋν τα μάγια | |
Δεν άστραψε δε βρόντηξε δε χάθηκαν τα μάγια | |
Κι' αρχίνησε κ' εχτύπαγε του Κωσταντή την πόρτα | |
Άνοιξε μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι | |
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου κ' ήρθα κατά τ' εσένα | |
Ροκάνισε το σίδερο σα σκύλα τη μαγγούρα | |
και πιε νερό της γούρνας μου κ' ύστερα να σ' ανοίξω | |
Άνοιξε μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι | |
μ' έβούρλισαν τα μάγια σου κ' ήρθα κατά τ' εσένα | |
Ροκάνισε το σίδερο σα σκύλα τη μαγγούρα | |
και πιε νερό της γούρνας μου κ' ύστερα να σ' ανοίξω | |
Άνοιξε μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι | |
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου κ' ήρθα κατά τ' εσένα | |
Ροκάνισε το σίδερο σα σκύλα τη μαγγούρα | |
και πιέ νερό της γούρνας μου κ' υστέρα να σ' ανοίξω | |
Ροκάνισε το σίδερο σα σκύλα τη μαγγούρα | |
κ' έπιε της γούρνας το νερό κ' έσκασε σαν το ψάρι | |
Κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα ο Κωσταντής ξυπνάει | |
Μάννα δεν ήρθε η νύφη σου δεν ήρθε η μαυρομάτα | |
Γιε μου δεν ήρθε η νύφη μου δεν ήρθε η μαυρομάτα | |
Σαν εκατέβη ο Κωσταντής σαν άνοιξε την πόρτα | |
σαν είδε τη Λιογέννητη 'ς το δρόμο ξαπλωμένη | |
ψιλή φωνίτσα νέβγαλε ψιλή φωνίτσα βγάζει | |
Σαν ήθελες μαννούλα μου νά χης και γιο και νύφη | |
όντας σου πρωτοχτύπησε ας είχες της ανοίξη | |
Χρυσό μαχαίρι νέβγαλε απ' αργυρό φηκάρι | |
'ς τον ουρανό το πέταξε μέσ' 'ς την καρδιά του πάει | |
Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφταις | |
ολονυχτίς κουρσεύανε και την αυγή κοιμώνται | |
κοιμώνται 'ς τα ψηλά βουνά και 'ς τους παχιούς τους ήσκιους | |
Είχαν αρνιά και ψένανε κριάρια σουβλισμένα | |
είχαν κ' ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι | |
είχαν και σκλάβα νέμορφη και τους κερνάει και πίνουν | |
Κέρνα μας σκλάβα κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια | |
και κείνονε νοπού αγαπάς για διπλοκέρασέ τον | |
και 'ς το δικό μου το γυαλί ρήξε σπειρί φαρμάκι | |
για ναν το πίνω βράδυ αυγή αυγή και μεσημέρι | |
να κατακάτση ο σεβντάς σεβντάς πού ‘χω για σένα | |
Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφταις | |
ολονυχτίς κουρσεύανε και ταις αυγαίς κοιμώνται | |
Κοιμώνται 'ς τα δασά κλαριά και 'ς τους παχιούς τους ήσκιους | |
Είχαν αρνιά και ψήνανε κριάρια σουβλισμένα | |
μα είχαν κ' ένα γλυκό κρασί που πίν' τα παλληκάρια | |
Κ’ ένας τον άλλον έλεγαν κ' ένας τον άλλον λέει | |
Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε | |
δεν κάνουμε κ’ ένα καλό καλό για την ψυχήν μας | |
ο κόσμος φκειάνουν εκκλησιαίς φκειάνουν και μοναστήρια | |
να πάμε να φυλάξουμε 'ς της Τρίχας το γεφύρι | |
που θα πέραση ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους | |
να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι | |
να βγη της χήρας το παιδί π' άλλο παίδι δεν έχει | |
π' αυτή το χει μονάκριβο 'ς τον κόσμο ξακουσμένο | |
Μαύρο πουλάκι πόρχεσαι από τ' αντίκρυ μέρη | |
πες μου τί κλάψαις θλιβεραίς τι μαύρα μοιρολόγια | |
από την Πάργα βγαίνουνε που τα βουνά ραγίζουν | |
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει | |
Δεν την επλάκωσε Τουρκιά πόλεμος δεν την καίει | |
Τους Παργινούς επούλησαν σα γίδια σα γελάδια | |
κι' όλοι 'ς την ξενιτειά θα παν να ζήσουν οι καϊμένοι | |
Τραυούν γυναίκες τα μαλλιά δέρνουν τάσπρα τους στήθια μοιριολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια | |
παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν ταις εκκλησιαίς τους | |
Βλέπεις εκείνη τη φωτιά μαύρο καπνό που βγάνει | |
Εκεί καίγονται κόκκαλα κόκκαλα αντρειωμένων | |
που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζίρη κάψαν | |
Εκεί ναι κόκκαλα γονιού που το παίδι τα καίει | |
να μην τα βρούνε οι Λιάπηδες Τούρκοι μην τα πατήσουν | |
Ακούς το θρήνο τον πολύν οπού βογγούν τα δάση | |
και το δαρμό πού γίνεται τα μαύρα μοιρολόγια | |
Είναι π' αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα | |
φιλούν τοις πέτραις και τη γη κι' ασπάζονται το χώμα | |
Τρία πουλιά απ' την Πρέβεζα διαβήκανε 'ς την Πάργα | |
τό να κυττάει την ξενιτειά τάλλο τον Άη Γιαννάκη | |
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και λέει | |
Πάργα Τουρκιά σε πλάκωσε Τουρκιά σε τριγυρίζει | |
Δεν έρχεται για πόλεμο με προδοσιά σε παίρνει | |
Βεζίρης δε σ' ενίκησε με τα πολλά τασκέρια | |
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το Παργινό τουφέκι | |
κ' οι Λιάπηδες δεν ήθελαν νά ρτουν να πολεμήσουν | |
Είχες λεβένταις σα θεριά γυναίκες αντρειωμέναις | |
πότρωγαν βόλια για ψωμί μπαρούτι για προσφάγι | |
Τάσπρα πουλήσαν το Χριστό τάσπρα πουλούν και σένα | |
Πάρτε μαννάδες τα παιδιά παπάδες τους αγίους Άστε λεβένταις τάρματα κι' αφήστε το τουφέκι | |
σκάψτε πλατιά σκάψτε βαθιά όλα σας τα κιβούρια | |
και ταντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε του γονιού σας | |
Τούρκους δεν επροσκύνησαν Τούρκοι μην τα πατήσουν | |
Ταηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης | |
κλαίγουν αργά κλαίγουν ταχιά κλαίγουν το μεσημέρι | |
κλαίγουν την Αντριανόπολη την πολυκρουσεμένη | |
οπού τήνε κρουσέψανε τοις τρεις γιορταίς του χρόνου | |
του Χριστουγέννου για κηρί και του Βαγιού για βάγια | |
και της Λαμπρής την Κυριακή για το Χριστός ανέστη | |
Μέσ' 'ς τ' άη Γιωργιού τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι | |
το πανηγύρι ήταν πολύ κι' ο τόπος ήταν λίγος | |
δώδεκα δίπλαις ο χορός κ' έξηνταδυό τραπέζια | |
και χίλια ψένονται σφαχτά 'ς όλο το πανηγύρι | |
Κ' οι γέροντες παρακαλούν τάζουν 'ς τον άη Γιώργη | |
ο Τσαμαδός να μην ερθή χαλάει το πανηγύρι | |
Ακόμα ο λόγος έστεκε κι' ο Τσαμαδός εφάνη | |
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι | |
Πατεί και σειέται το βουνό κράζει κι' αχάν οι λόγγοι | |
κ' εκράταγε 'ς τον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο | |
και απάνου 'ς τα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα | |
Ώρα καλή σας γέροντες Καλό 'ς το παλληκάρι | |
Ποιος έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια | |
για να βγη να παλέψουμε 'ς το μαρμαρένιο αλώνι | |
Κανείς δεν αποκρίθηκε απ' τους πανηγυριώταις | |
της χήρας γιος εφώναξε της χήρας ο αντρειωμένος | |
Εγώ χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια | |
για νά βγω να παλέψουμε 'ς το μαρμαρένιο αλώνι | |
Βγαίνουν κ' οι δυο με τα σπαθιά και πάνε να παλέψουν | |
Εκεί που επάτειε ο Τσαμαδός εβούλιαζε τ' αλώνι | |
κ' εκεί που επάτειε το παίδι εβούλιαζε κ' έβύθα | |
Εκεί που βάρειε ό Τσαμαδός το γαίμα πάει ποτάμι | |
κ' εκεί που χτύπαε το παιδί τα κόκκαλα τσακίζει | |
Κοντοκαρτέρει βρε παιδί κάτι να σε ρωτήσω | |
Ποια σκύλα μάννα σ' έκαμε κι' ο κύρης σου ποιος ήταν | |
Η μάννα μου όταν χήρεψε δεν μ' είχε γεννημένον | |
κι ώμοιασα του πατέρα μου και θα τον απεράσω | |
Από το χέρι τον αρπά 'ς της μάννας του να πάνε | |
Από μακριά τους εθωρεί κ' ετοίμασε τραπέζι | |
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν η χήρα τους κερνούσε | |
κρασί κερνάει τον Τσαμαδό φαρμάκι το παιδί της | |
Μαννούλα μ' εφαρμάκωσες απ' το θεό να το βρης | |
Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά παρηγοριά δεν έχουν | |
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα δεν κλαίνε για τα χιόνια | |
η κλεφτουριά τ' αρνήθηκε και ροβολάει 'ς τους κάμπους | |
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας κ’ η Λιάκουρα της Γκιώνας | |
Βουνίμ' που σαι ψηλότερα και πιο ψηλά αγναντεύεις | |
πού να ναι τι να γίνηκαν οι κλέφταις οι Ανδριτζαίοι | |
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά να ρήνουν 'ς το σημάδι | |
σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια | |
Τι να σου πω μωρέ βουνί τι να σου πω βουνάκι | |
τη λεβεντιά τη χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι | |
Στους κάμπους ψένουν τα σφαχτά και ρήνουν 'ς το σημάδι | |
τους κάμπους τους στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια | |
Κ' η Λιάκουρα σαν τ' άκουσε βαριά της κακοφάνη | |
Τηράει ζερβά τηράει δεξιά τηράει κατά τη Σκάλα | |
Βρε κάμπε αρρωστιάρικε βρε κάμπε μαραζάρη | |
με τη δική μου λεβεντιά να στολιστής γυρεύεις | |
Για βγάλε τα στολίδια μου δώ μου τη λεβεντιά μου | |
μη λειώσω ούλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω | |
Τρία πλάτανα τα τρία αράδα αράδα | |
κ' ένας πλάτανος παχύν ήσκιον οπόχει | |
'Σ τα κλωνάρια του σπαθιά ναι κρεμασμένα | |
και 'ς τη ρίζα του τουφέκια ακουμπισμένα | |
κι' αποκάτω του ο Βαρλάμης ξαπλωμένος | |
Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνης νοικοκύρης | |
για ν' αποχτήσης πρόβατα ζευγάρια κι' αγελάδες | |
χωριά κι' αμπελοχώραφα κοπέλια να δουλεύουν | |
Μάννα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης | |
να κάμω αμπελοχώραφα κοπέλια να δουλεύουν | |
και να μαι σκλάβος των Τουρκών κοπέλι 'ς τους γερόντους | |
Φέρε μου ταλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι | |
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά 'ς τα κορφοβούνια | |
να πάρω δίπλα τα βουνά να περπατήσω λόγκους | |
να βρω λημέρια των κλεφτών γιατάκια καπετάνων | |
και να σουρίξω κλέφτικα να σμίξω τους συντρόφους | |
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίταις | |
Πουρνό φιλεί τη μάννα του πουρνό ξεπροβοδειέται | |
Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς λαγκάδια με τοις πάχναις | |
Καλό 'ς το τάξιο το παιδί και τάξιο παλληκάρι | |
Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα | |
το να τηράει τη Λιάκουρα και τάλλο την Κωστάρτσα | |
το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάταις | |
Διαβάταις πού διαβαίνετε στρατιώταις πού περνάτε | |
μην είδετε τς αρματωλούς και το Βλαχοθανάση | |
που γέρασεν αρματωλός 'ς τους κλέφταις καπετάνιος | |
Εμείς προψές τον είδαμε 'ς τον Έπαχτον απόξω | |
δυο μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες | |
Ανδρούτσο τί κλειστήκαμε σα νά μαστε γυναίκες | |
Το γιαταγάνι τραύηξε κ’ ένα γιουρούσι κάνει | |
Του πέφτουν βόλια σα βροχή κανόνια σα χαλάζι | |
Τρεις μπάλαις του ερρήξανε πικραίς φαρμακωμέναις | |
Ή μια τον πήρε 'ς το λαιμό η άλλη μέσ' 'ς το χέρι | |
Κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε 'ς το κεφάλι | |
Κόψτε μου το κεφάλι μου νά χετε την ευχή μου | |
Κι' ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή πικρή φαρμακωμένη | |
Παιδιά τραυάτε τα σπαθιά κι' αφήτε το ντουφέκι | |
να μη μας πάρη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι | |
που γέρασεν αρματωλός 'ς τους κλέφταις καπετάνιος | |
Βλάχο καλά καθόσουνε ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα | |
θυμήθηκες τα νιάτα σου κ' επήρ' ο νους σ' αγέρα | |
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι | |
Το σεργιανάνε 'ς τα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι | |
‘ς τα Σάλωνα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε | |
Μαύρο καράβ' αρμένιζ 'ς τα μερη της Κασάντρας | |
Μαύρα παννιά το σκέπαζαν και τουρανού σημαία | |
Κι’ ομπρός κορβέττα μ' άλικη σημαία του προβγαίνει | |
Μάινα φωνάζει τα παννιά ρήξε τοις γάμπιαις κάτου | |
Δεν τα μαϊνάρω τα παννιά κι' ουδέ τα ρήχνω κάτω | |
Μη με θαρρείτε νιόνυφη νύφη να προσκυνήσω | |
Εγώ είμαι ο Γιάννης του Σταθά γαμπρός του Μπουκουβάλα | |
Τράκο λεβένταις δώσετε απίστους μη φοβάστε | |
Κ' οι Τούρκοι βόλτα έρρηξαν κ' εγύρισαν την πλώρη | |
Πρώτος ο Γιάννης πέταξε με το σπαθί 'ς το χέρι | |
'Σ τα μπούνια τρέχουν αίματα το πέλαο κοκκινίζει | |
κι' αλλά αλλάχ οι άπιστοι κράζοντας προσκυνούνε | |
Τρία πουλάκια κάθουνταν 'ς της Παναγιάς τον πύργο | |
τα τρία αράδα νέκλαιαν πικρά μοιριολογούσαν | |
Τι συλλογειέσαι Γιώτη μου τι βάνεις με το νου σου | |
τόπος δεν είναι για κλεφτιά κι' ουδέ γι’ αρματωλίκι | |
τι τα ντερβένια τούρκεψαν τα πήραν οι Αρβανίταις | |
Κι’ αν τα ντερβένια τούρκεψαν κι αρματωλοί δεν είναι | |
ο Γιώτης είναι ζωντανός τους Τούρκους δε φοβάται | |
Παρακαλέστε το θεό και τους αγίους όλους | |
να γιατρευτή το χέρι μου να πιάσω το σπαθί μου | |
να πάρω δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια | |
να πιάσω αγάδες ζωντανούς και Τούρκους κι' Αρβανίταις | |
να φέρουν τάσπρα 'ς την ποδιά και τα φλωριά 'ς τον κόρφο | |
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά 'ς τη Χαλκουμάτα | |
το να τηράει τη Λιβαδιά και τάλλο το Ζιτούνι | |
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει | |
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε μαύρη σαν καλιακούδα | |
Μην ο Καλύβας έρχεται μην ο Λεβεντογιάννης | |
Νούδ' ο Καλύβας έρχεται νούδ' ο Λεβεντογιάννης | |
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες | |
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνη | |
Ψιλή φωνή νεσήκωσε τον πρώτο του φωνάζει | |
Τον ταϊφά μου σύναξε μάσε τα παλληκάρια | |
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τοις χούφταις | |
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω 'ς την Αλαμάνα | |
που ναι ταμπούρια δυνατά κι’ όμορφα μετερίζια | |
Παίρνουνε ταλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια | |
'ς την Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια | |
Καρδιά παιδιά μου φώναξε παιδιά μη φοβηθητε | |
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε | |
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ' ένα κομμάτι αντάρα | |
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα | |
Έμεινε ο Διάκος 'ς τη φωτιά με δεκοχτώ λεβένταις | |
Τρεις ώραις επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες | |
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι' ανάψαν τα τουφέκια | |
κι' ο Διάκος εξεσπάθωσε και ‘ς τη φωτιά χουμάει | |
ξήντα ταμπούρια χάλασε κ' εφτά μπουλουκμπασίδες | |
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τη χούφτα | |
και ζωντανό τον έπιασαν και 'ς τον πασά τον πάνουν | |
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι | |
Κι’ ο Ομέρ Βρυόνης μυστικά 'ς το δρόμο τον ερώτα | |
Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου την πίστη σου ν' άλλαξης | |
να προσκυνήσης 'ς το τζαμί την εκκλησιά ν' αφήσης | |
Κ' εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι | |
Πάτε και σεις κ' η πίστη σας μουρτάταις να χαθήτε | |
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω | |
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες | |
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε | |
όσο να φτάση ο Οδυσσεύς και ό Θανάσης Βάγιας | |
Σαν τ' άκουσε ο Χαλίλ μπέης αφρίζει και φωνάζει | |
Χίλια πουγγιά σας δίνω γω κι' ακόμα πεντακόσια | |
το Διάκο να χαλάσετε το φοβερό τον κλέφτη | |
γιατί θα σβήση την Τουρκιά κι' όλο μας το ντοβλέτι | |
Το Διάκο τότε παίρνουνε και 'ς το σουβλίι τον βάζουν | |
ολόρτο τον εστήσανε κι' αυτός χαμογελούσε | |
την πίστη τους τους ύβριζε τους έλεγε μουρτάταις | |
Σκυλιά κι' α με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη | |
Ας είν' ο Όδυσσεύς καλά κι' ο καπετάν Νικήτας | |
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι' όλο σας το ντοβλέτι | |
Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι’ αέρα του πελάγου | |
να πας τα χαιρετίσματα 'ς του Δράμαλη τη μάννα | |
Της ‘Ρούμελης οι μπέηδες του Δράμαλη οι αγάδες | |
'ς το Δερβενάκι κείτονται 'ς το χώμα ξαπλωμένοι | |
Στρώμά χουνε τη μαύρη γης προσκέφαλο λιθάρια | |
και γι' απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη | |
Κ’ ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε | |
Πουλί πώς πάει ο πόλεμος το κλέφτικο ντουφέκι | |
Μπροστά πάει ο Νικηταράς πίσω ο Κολοκοτρώνης | |
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά 'ς τα χέρια | |
Γράμματα πάνε κ' έρχονται 'ς των μπέηδων τα σπίτια | |
Κλαίνε ταχούρια γι' άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους | |
κλαίνε μαννούλαις για παιδιά γυναίκες για τους άντρες | |
Θέλετε δέντρ' ανθήσετε θέλετε μαραθήτε | |
'ς τον ήσκιο σας δεν κάθομαι μήτε και 'ς τη δροσιά σας | |
μόν' καρτερώ την άνοιξη τόμορφο καλοκαίρι | |
να μπουμπουκιάση το κλαρί ν' ανοίξη το ροδάμι | |
να βγω ψηλά 'ς τον Αρμυρό ψηλά 'ς την Παλιοβούνα | |
για να σιουρίξω κλέφτικα να μάσω τα μπουλούκια | |
Μπουλούκια πούθε βρίσκεστε όλα να μαζωχτήτε | |
τι εβγήκε ο Σούφης το σκυλί και κυνηγάει τους κλέφταις | |
Σέρνει τσεκούρια 'ς τάλογα τσεκούρια 'ς τα μουλάρια | |
για να τσακίζη γόνατα για να τσακίζει χέρια | |
Κι’ όσοι κλέφτες τ' ακούσανε πάνε να προσκυνήσουν | |
Ο Ζαχαράκης μοναχά δεν πάει να προσκυνήση | |
Ράχη σε ράχη περπατεί λημέρι σε λημέρι | |
Εγώ ραγιάς δε γίνουμαι Τούρκους δεν προσκυνάω | |
Ελάτε παλληκάρια μου όλοι να συναχτήτε | |
τι έχω να κάμω πόλεμο μ’ αυτόν το Σουφ αράπη | |
να δείξουμε τη λεβεντιά και την παλληκαριά μας | |
να ιδή ντουφέκι κλέφτικο τα βόλια μας πού πέφτουν | |
να μη περνά να τυραγνά αδύνατους ραγιάδες | |
Όσα κάστρα κι' αν είδα και περπάτησα | |
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα | |
Κάστρο θεμελιωμένο κάστρο ξακουστό | |
σαράντα οργυαίς του ψήλου δώδεκα πλατύ | |
μολύβι σκεπασμένο μαρμαροχυτό | |
με πόρτες ατσαλένιαις κι' αργυρά κλειδιά | |
και του γιαλιοϋ η πόρτα στράφτει μάλαμα | |
Τούρκος το τρογυρίζει χρόνους δώδεκα | |
δεν μπορεί να το πάρη το ερημόκαστρο | |
Κι' ένα σκυλί τουρκάκι μιας 'Ρωμνιάς παιδί | |
'ς τον Αμιρά του πάει και τον προσκυνάει | |
Αφέντη μ' Αμιρά μου και σουλτάνε μου | |
αν πάρω γω το κάστρο τι είν' η ρόγα μου | |
Χίλια άσπρα την ημέρα κι' άλογο καλό | |
και δυο σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο | |
Ουδέ τάσπρα σου θέλω κι' ουδέ τα φλωριά | |
ουδέ και τάλογό σου κι' ουδέ τα σπαθιά | |
μόν' θέλω γώ τη κόρη πού ναι 'ς τα γυαλιά | |
Ωσάν το κάστρο πάρης χάρισμα κι' αυτή | |
Πράσινα ρούχα βγάζει ράσα φόρεσε | |
Τον πύργο πύργο πάει και γυροβολάει | |
'ς την πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί | |
Για άνοιξε άνοιξε πόρτα πόρτα της Ωριάς | |
πόρτα της μαυρομάτας της βασίλισσας | |
Φεύγα απ' αυτού βρε Τούρκε βρε σκυλότουρκε | |
Μα το σταυρό κυρά μου μα την Παναγιά | |
εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος | |
είμαι καλογεράκι απ' ασκηταριό | |
Δώδεκα χρόνους έχω οπ' ασκήτευα | |
χορτάρι εβοσκούσα σαν το πρόβατο | |
κ' ήρθα να πάρω λάδι για τοις εκκλησιαίς | |
Για ανοίξετέ μου νά μπω του βαρόμοιρου | |
Να ρήξουμε τσιγγέλια να σε πάρουμε | |
Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται | |
Να ρήξουμε το δίχτυ να σε πάρουμε | |
Είμαι από τη πείνα κι' άντραλίζουμαι | |
Γελάστηκε μια κόρη πάει τον άνοιξε | |
Όσο ν' ανοίξη η πόρτα χίλιοι εμπήκανε | |
κι' όσο να μισανοίξη γέμισ' η αυλή | |
κι' όσο να καλοκλείση η χώρα πάρθηκε | |
Όλοι χυθήκαν 'ς τάσπρα όλοι 'ς τα φλωριά | |
και κείνος εις την κόρη πού ναι 'ς τα γυαλιά | |
Κ' ή κόρη από τον πύργο κάτω πέταξε | |
μήτε σε πέτρα πέφτει μήτε σε κλαριά | |
παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε | |
Αυτού που πας μαύρο πουλί μαύρο μου χελιδόνι | |
να χαιρετάς την κλεφτουριά κι' αυτόν τον Κατσαντώνη | |
Πε του να κάνη φρόνιμα κι' όλο ταπεινωμένα | |
δεν ειν' ο περσινός καιρός να κανη όπως θέλει | |
φέτος το πήρε γκέντσιαγας το πήρε ο Βέλη Γκέκας | |
ζητάει κεφάλια κλέφτικα κεφάλια ξακουσμένα | |
Κι' ο Κατσαντώνης τό μαθε και το σπαθί του ζώνει | |
και παίρνει δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια | |
χαμπέρι στέλνει 'ς την Τουρκιά 'ς αυτόν το Βέλη Γκέκα | |
Όπου θα τά βρη τα παιδιά ας τά βρη κι' ας τα πάρη | |
Κι' ο Βέλη Γκέκας έτρωγε 'ς ενού παπά το σπίτι | |
Τρία κοράσια τον κερνούν κ' οι τρεις ξανθομαλλούσαις | |
η μια κερνάει με το γυαλί η άλλη με το κρουστάλλι | |
η τρίτη νη καλύτερη με τασημένιο τάσι | |
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν κ' εκεί που λακριντίζαν | |
μαύρα μαντάτα τού ρθανε από τον Κατσαντώνη | |
Να βγης Βέλη μου 'ς τ' Άγραφα να βγης ν' ανταμωθούμε | |
Κι' ο Βελή Γκέκας τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη | |
'ς τα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει | |
Που είσαι τσαούση ογλήγορε μάσε τα παλληκάρια | |
να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη | |
Κι' ο Κατσαντώνης πρόφτασε κακό καρτέρι του είχε | |
Κι' ο Βελή Γκέκας πάει μπροστά με εξ εφτά νομάτους | |
Πού πας Βέλη ντερβέναγα ριτσάλη του βεζίρη | |
'Σ εσέν' Αντώνη κερατά 'ς εσένα παλιοκλέφτη | |
Δεν είν' εδώ τα Γιάννινα δεν ειν' εδώ ραγιάδες | |
για ναν τους ψένης σαν τραγιά σαν τα παχιά κριάρια | |
εδώ ναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια | |
βαριά βροντούν πικρά βαρούν φαρμακερά πληγώνουν | |
Τρεις μπαταριαίς του ρήξανε τη μια μεριά 'ς την άλλη | |
η μια τον πήρε ξώδερμα η άλλη 'ς το κεφάλι | |
κ' η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε 'ς την καρδιά του | |
Το στόμα του αίμα γέμισε ταχείλι του φαρμάκι | |
κ' η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί τα παλληκάρια κράζει | |
Που είσαι τσαούση ογλήγορε έλα παρ’ τ’ άρματά μου | |
να μην τα πάρη η κλεφτουριά κι’ ο σκύλος Κατσαντώνης | |
Έχετε γεια ψηλά βουνά και δροσεραίς βρυσούλαις | |
και σεις Τσουμέρκα κι' Άγραφα παλληκαριών λημέρια | |
Αν δήτε τη γυναίκα μου αν δήτε και το γιο μου | |
ειπέτε τους πως μ’ έπιασαν με προδοσιά κι’ απάτη | |
Αρρωστημένο μ' ηύρανε ξαρμάτωτο ‘ς το στρώμα | |
ωσάν μωρό 'ς την κούνια του ‘ς τα σπάργανα δεμένο | |
Πήραν τα κάστρα πήραν τα πήραν και τα ντερβένια | |
πήραν και την Τριπολιτσά την ξακουσμένη χώρα | |
Κλαίουν ταχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες κλαίουν ‘ς τους δρόμους Τούρκισσαις κλαίουν εμιροπούλαις | |
κλαίει και μια χανούμισσα το δόλιο τον Κιαμίλη | |
Αχ που σαι και δεν φαίνεσαι καμαρωμένε αφέντη | |
Ήσουν κολόνα ‘ς το Μοριά και φλάμπουρο ‘ς την Κόρθο | |
ήσουν και 'ς την Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος | |
'Στην Κόρθο πλια δε φαίνεσαι ουδέ μεσ 'ς τα σαράγια | |
Ένας παπάς σου τα κάψε τα γέρμα τα παλάτια | |
Σκλάβος ραγιάδων έπεσες και ζης ραγιάς ραγιάδων | |
Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι | |
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε | |
Ποτάμι για λιγόστεψε ποτάμι στρέψε πίσω | |
για να περάσω αντίπερα πέρα στα κλεφτοχώρια | |
όπ' έχουν κλέφτες σύνοδο όπ' έχουν τα λημέρια” | |
Τον Κίτσο τον επιάσανε στην φυλακή τον πάνε | |
χίλιοι τον πάν' από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω | |
κι όλο ξοπίσω πήγαινεν η δόλια του η μανούλα | |
Κίτσο μου που 'ναι τ' άρματα που τα χεις τα τσαπράζια | |
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα | |
Μάνα λωλή μάνα τρελή μάνα ξεμυαλισμένη | |
μάνα δεν κλαις τα νιάτα μου δεν κλαις τη λεβεντιά μου | |
μόν' κλαις τα 'ρημα τ' άρματα τα 'ρημα τα τσαπράζια | |
Του Κίτσου η μάννα κάθουνταν 'ς την άκρη 'ς το ποτάμι | |
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε | |
Ποτάμι για λιγόστεψε ποτάμι γύρνα πίσω | |
για να περάσω αντίπερα 'ς τα κλέφτικα λημέρια | |
πόχουν οι κλέφταις σύνοδο κι' όλοι οι καπεταναίοι | |
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και πάν να τον κρεμάσουν | |
χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω | |
κι’ ολοξοπίσω πάγαινε νη δόλια του η μαννούλα | |
Κίτσο μου που είναι τάρματα που τα χεις τα τσαπράζια | |
τοις πέντε αράδαις τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα | |
Μάννα λωλή μάννα τρελλη μάννα ξεμυαλισμένη | |
μάννα δεν κλαις τα νιάτα μου δεν κλαις τη λεβεντιά μου | |
μόν' κλαις τάρημα τάρματα τάρημα τα τσαπράζια | |
Ο ήλιος εβασίλευε κι' ο Δήμος παραγγέλνει | |
Σύρτε παιδιά μου 'ς το νερό ψωμί να φάτ' απόψε | |
και συ Λαμπράκη μ' ανιψιέ έλα κάτσε κοντά μου | |
να σου χαρίσω τ' άρματα να γένης καπετάνος | |
Παιδιά μου μη μ' αφήνετε 'ς τον έρημο τον τόπο | |
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς την κρύα βρύση | |
που ναι τα δέντρα τα δασιά τα πυκναραδιασμένα | |
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω | |
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήση | |
για να του πω τα κρίματα όσά χω καμωμένα | |
δώδεκα χρόνια άρματωλός σαράντα χρόνια κλέφτης | |
Και βγάλτε τα χαντζάρια σας φκειάστε μ' ωριό κιβούρι | |
να ναι πλατύ για τάρματα μακρύ για το κοντάρι | |
Και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παραθύρι | |
να μπαίνη ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ | |
να μπανοβγαίνουν τα πουλιά της άνοιξης ταηδόνια | |
και να περνούν οι γέμορφαις να με καλημεράνε | |
Κοιμάται αστρί κοιμάται αυγή κοιμάται νιο φεγγάρι | |
κοιμάται η καπετάνισσα νύφη του Κοντογιάννη | |
μέσ' 'ς τα χρυσά παπλώματα μέσ' 'ς τα χρυσά σεντόνια | |
Να την ξυπνήσω ντρέπομαι να της το πω φοβούμαι | |
να μάσω μοσκοκάρυδα να την πετροβολήσω | |
ίσως την πάρη η μυρωδιά ίσως την εξυπνήση | |
Σηκώθη η καπετάνισσα και με γλυκορωτάει | |
Το τι μαντάτα μού 'φερες από τους καπετάνιους | |
Πικρά μαντάτα σού 'φερα από τους καπετάνιους | |
Το Νικολάκη πιάσανε τον Κωσταντή βαρέσαν | |
Πού σαι μαννούλα πρόφτασε πιάσε μου το κεφάλι | |
και δέσ' το μου σφιχτά για να μοιρολογήσω | |
Και ποιόν να κλάψω από τους δυο ποιανού να πω τοις χάρες | |
Να κλάψω για τον Κωσταντή ή για το Νικολάκη | |
Ήσαν μπαϊράκια 'ς τα βουνά και φλάμπουρα 'ς τους κάμπους | |
Πετρόμπεης καθότανε ψηλά ‘ς το Πετροβούνι | |
κ' εσφούγγιζε τα μάτια του μ' ένα χρυσό μαντήλι | |
Τι έχεις Μπέη που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα | |
Σα μ' ερωτάς Κυριάκαινα και θέλεις για να μάθης | |
απόψε μού ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι | |
τον Κυριακούλη σκότωσαν τον πρώτο καπετάνιο | |
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα | |
Σηκώνομαι μια χαραυγή μαύρος από τον ύπνο | |
παίρνω νερό και νίβομαι μαντήλι και σφουγγειώμαι | |
ακούω τα δέντρα και βογγούν και ταις οξυαίς και τρίζουν | |
και τα λημέρια των κλεφτών και βαριαναστενάζουν | |
Έκατσα και τα ρώτησα γλυκά σαν τη μητέρα | |
Τι έχετε οξυαίς που χλίβεστε λημέρια που βογγάτε | |
Κ' εκείνα μ' αποκρίθηκαν βαριαναστεναγμένα | |
Εχάσαμε την κλεφτουριά και το λεβέντη Κώστα | |
οπού χε δώδεκα αδερφούς και τριανταδυό ξαδέρφια | |
πού φερνε σκλάβαις παπαδιαίς με τοις παπαδοπούλαις | |
πού φέρνε και τοις μπέΐσσαις μ' αυταίς τοις μπεϊοπούλαις | |
Εγέρασα μωρέ παιδιά 'ς τους κλέφταις καπετάνιος | |
τριάντα χρόνια αρματωλός πενήντα χρόνια κλέφτης | |
Θέλω ν’ αφήοω την κλεψιά καλόγερος να γένω | |
καλόγερος και γούυενος και ρασοτυλιμένος | |
Δέκα χωριά νεχάλασα τα ξαναφκειάνω πάλε | |
δυο μοναστήρια χάλασα τα ξαναχτίζω πίσω | |
Και σας χαρίζω τάρματα μαζί με την ευχή μου | |
Να ρήνω και 'ς το θυμιατό μπαρούτι αντίς λιβάνι | |
να μου θυμάη τον πόλευο τα περασμένα νιάτα | |
σεις να χαλάτε την Τουρκιά κ' εγώ να σας σχωράω | |
Φάτε και πιέτε βρε παιδιά χαρήτε να χαρούμε | |
κ' εγώ δεν έχω τίποτε παρά είμαι λαβωμένος | |
Πικρή που είναι η λαβωματιά φαρμακερό είν' το βόλι | |
Για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς τον άη Θανάση | |
που ναι τα δέντρα τα δασιά με τους παχείς τους ήσκιους | |
Κόφτε κλαριά και στρώστε μου κλαριά να με σκεπάστε | |
και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παρεθύρι | |
να μπαιζοβγαίνη το πουλί να φέρνη τα χαμπέρια | |
Κλαίνε τα δέντρα κλαίνε κλαίνε τα κλαριά | |
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα | |
κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα | |
κλαίνε κ' οι κρυοβρυσούλαις πόπινα νερό | |
κλαίνε και τα μετόχια πόπαιρνα ψωμί | |
κλαίνε τα μοναστήρια πόπινα κρασί | |
Φαρμάκι το μολύβι κ' η λαβωματιά | |
τα μάτια μου σβησμένα κι' όλο μ' το κορμί | |
'ς την ερημιά μονάχος δίχως συντροφιά | |
θεριά θενά με φάνε και τάγρια πουλιά | |
Ταντρειωμένου τάρματα δεν πρέπει να πουλειώνται | |
μον' πρέπει τους 'ς την εκκλησιά κ' εκεί να λειτουργειώνται | |
πρέπει να κρέμωνται ψηλά 'ς αραχνιασμένο πύργο | |
να τρώη η σκουριά το σίδερο κ' ή γη τον αντρειωμένο | |
Παιδιά Μοραϊτόπουλα και σεις 'Ρουμελιωτάκια | |
μα το ψωμί που φάγαμε μα την άδερφοσύνη | |
περάστε από τον τόπο μου κι' από τους εδικούς μου | |
Και να μην μπήτε 'ς το χωριό με νήλιο με φεγγάρι | |
ντουφέκια να μη ρίξετε τραγούδια να μην πήτε | |
και σας ακούση η μάννα μου κ' η δόλια γη αδελφή μου | |
Κι' α ρθούν και σας ρωτήσουνε πρώτη φορά μην πήτε | |
κι' α σας διπλορωτήσουνε και δεύτερη και τρίτη | |
μην πήτε πως σκοτώθηκα να μην κακοκαρδίσουν | |
μόν' πήτε πως παντρεύτηκα νεδώ 'ς αυτά τα μέρη | |
πήρα την πλάκα πεθερά τη μαύρη γης γυναίκα | |
κι' αυτά τα λιανολίθαρα αδέρφια και ξαδέρφια | |
Τρία πουλάκια κάθονται μέσ' 'ς το Γερακοβούνι | |
το να τηράει τον Αρμυρό τάλλο κατ' τό Ζητούνι | |
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει | |
Ο Λιάκος τι να γίνηκε φέτο το καλοκαίρι | |
να βγή 'ς της Γούρας τα βουνά να βγη κατ' τό Ζητούνι | |
να χαρατζώση τα χωριά κι' όλο το βιλαέτι | |
Ο Λιάκος αποκλείστηκε 'ς το Μπούμηλο 'ς τη ράχη | |
Πολλή Τουρκιά τον πλάκωσε Κονιάροι κι' Αρβανίταις | |
Προσκύνα Λιάκο τον πασά προσκύνα το βεζίρη | |
να σου χαρίση τη ζωή δερβέναγας να γίνης | |
Όσο 'ν' ο Λιάκος ζωντανός πασά δεν προσκυνάει | |
πασά έχει ο Λιάκος το σπαθί βεζίρη το ντουφέκι | |
Κι' αρχίσανε τον πόλεμο τα βροντερά ντουφέκια | |
Μέρα και νύχτα πολεμούν τρεις μέραις και τρεις νύχταις | |
κι' ο Λιάκος έτρεξεν ομπρός με το σπαθί 'ς το στόμα | |
Φεύγουν Κονιάροι από μπροστά φεύγουν κ' οι Αρβανίταις | |
Κλαίουν οι Αρβανίτισσαις 'ς τα μαύρα φορεμέναις | |
κι' ο Βεληγκέκας γύρισε 'ς το αίμα του πνιμένος | |
κι' ο Μουσταφάς λαβώθηκε 'ς το γόνα και 'ς το χέρι | |
Τρία μεγάλα σύγνεφα 'ς το Καρπενίσι πάνε | |
τό να φέρνει αστραπόβροντα τάλλο χαλαζοβρόχια | |
το τρίτο το μαυρύτερο μαντάτα του Λιβίνη | |
Σε σένα Μήτρο μου γαμπρέ Σταθούλα ψυχογιέ μου | |
αφήνω τη γυναίκα μου το δόλιο μου το Γιώργη | |
που ναι μικρός για φαμελιά κι' άπ' άρματα δεν ξέρει | |
Και σα διαβή τα δεκαννιά και γίνη παλληκάρι | |
ελάτε να ξεθάψετε τα δόλια τάρματά μου | |
που τά χωσα 'ς την εκκλησιά μέσα 'ς το άγιο βήμα | |
να μη τα πάρουν τα σκυλιά κι' ο Τουρκοκωσταντάκης | |
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι' ο Αλέξης ο αντρειωμένος | |
και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης | |
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν | |
κι' αντάμα έχουν τους μαύρους των 'ς τον πλάτανο δεμένους | |
Του Κώστα τρώει τα σίδερα τ' Αλέξη τα λιθάρια | |
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει | |
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν | |
πουλάκι πήγε κ' έκατσε δεξιά μεριά 'ς την τάβλα | |
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί δεν έλεε σαν αηδόνι | |
μόν' ελαλούσε κ' έλεγε ναθρωπινή κουβέντα | |
Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε | |
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοϊ κουρσάροι | |
Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά του Κώστα τη γυναίκα | |
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη | |
Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης | |
ευρέθη το Βλαχόπουλο 'ς το μαύρο καβαλλάρης | |
Για σύρε συ Βλαχόπουλο 'ς τη βίγλα να βιγλίσης | |
αν είν' πενήντα κ' εκατό χύσου μακέλλεψέ τους | |
κι' αν είναι περισσότεροι γύρισε μίλησε μας | |
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση | |
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους | |
πλάγια κοκκινίζαν | |
'ρχισε να τους διαμετράη διαμετρημούς δεν είχαν | |
Να πάη πίσω ντρέπεται να πάη εμπρός φοβάται | |
Σκύβει φιλεί το μαύρο του στέκει και τον ρωτάει | |
Δύνεσαι μαύρε μ' δύνεσαι 'ς το γαίμα για να πλέξης | |
Δύνομαι αφέντη δύνομαι 'ς το γαίμα για να πλέξω | |
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω | |
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι | |
μην τύχη λάκκος και ρηχτώ και πέσης απ' τη ζάλη | |
Σαΐτταις μου αλεξαντριαναίς καμιά να μη λυγίσει | |
και συ σπαθί μου διμισκί να μην αποστομώσης | |
Βόηθα μ' ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια | |
ευχή του πρώτου μ' αδερφού ευχή και του στερνού μου | |
Μαύρε μου άιντε νά μπουμε κι' όπου ο Θεός τα βγάλη | |
'Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός 'ς τα ξέβγα σαν πετρίτης | |
'ς τα έμπα του χίλιους έκοψε 'ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες | |
και 'ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει | |
Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά του Κώστα τη γυναίκα | |
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη | |
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει | |
'Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα | |
Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη αντρεϊωμένε | |
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι' οπίσω μου κρυφτήτε | |
τι θόλωσαν τα μάτια μου μπροστά μου δε σας βλέπω | |
και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια | |
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια | |
Τι νά ναι ο αχός που γίνεται κ' η ταραχή η μεγάλη | |
'ς τη μέση 'ς το Κεράσοβο και 'ς τη μεγάλη χώρα | |
Ο Μπουκουβάλας πολεμάει με τους Μουσουχουσαίους | |
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή και τα βουνά βογγάνε | |
Κ' ένα πουλάκι φώναξε ναπό ψηλό κλαράκι | |
Πάψε Γιάννη μ' τον πόλεμο πάψε και το τουφέκι | |
να κατακάτση ο κουρνιαχτός να σηκωθή η αντάρα | |
να μετρηθή κ' η κλεφτουριά να μετρηθή τασκέρι | |
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φοραίς και λείπουν πεντακόσιοι | |
μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβένταις | |
Ο κούκος φέτο δε λαλεί ούτε και θα λαλήση | |
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι | |
Φέτος μας ήρθεν η Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει | |
Εσκλάβωσαν μικρά παιδιά γυναίκες με τους άντρες | |
Κ’εσκότωσε λεβεντουργιά και καπεταναραίους | |
Τρία κομμάτια σύννεφα 'ς τον Έλυμπο 'ς τη ράχη | |
τό να βαστάει τη δροσιά τάλλο βαρύ χαλάζι | |
το τρίτο το μαυρότερο τη θάλασσ’ αγναντεύει | |
Πάψε γιαλέ μου το θυμό πάψε τα κύματα σου | |
να βγουν τα κλεφτοκάραβα πόχουν τους κλέφταις μέσα | |
να βγή κι' ο Νίκος μια βολά ψηλά 'ς τ’ Αργυροπούλι | |
Όσαις μαννούλαις τ' άκουσαν όλαις κινούν και πάνε | |
Νίκο μ' το πού είν' οι άντρες μας το πού ναι τα παιδιά μας | |
Οι άντρες σας δεν είν' εδώ νουδέ και τα παιδιά σας | |
πάησαν πέρα 'ς το Χάντακα 'ς το έρημο το Πράβι | |
πάν να τροχίσουν τα σπαθιά να πλύνουν τα τουφέκια | |
Τι έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμμένα | |
Μήνα χαλάζι τα βαρεί μήνα βαρύς χειμώνας | |
Ουδέ χαλάζι τα βαρεί ουδέ βαρύς χειμώνας | |
ο Νικοτσάρας πολεμάει με τρία βιλαέτια | |
τη Ζίχνα και το Χάντακα το έρημο το Πράβι | |
Τρεις μέραις κάνει πόλεμο τρεις μέραις και τρεις νύχτες | |
χωρίς ψωμί χωρίς νερό χωρίς ύπνο στο μάτι | |
Χιόνι έτρωγαν χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν | |
Τα παλληκάρια φώναξε 'ς τοις τέσσερες ο Νίκος | |
Ακούστε παλληκάρια μου λίγα κι’ αντρειωμένα | |
βάλτε τσελίκι 'ς την καρδιά και σίδερο 'ς τα πόδια | |
κι’ αφήστε τα τουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας | |
γιρούσι για να κάμωμε να φτάσωμε το Πράβι | |
Το δρόμο πήραν σύνταχα κ' έφτασαν 'ς το γιοφύρι | |
ο Νίκος με το δαμασκί την άλυσό του κόφτει | |
φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά πίσω το Πράβι αφήνουν | |
Ο Όλυμπος κι' ο Κίσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν | |
το ποιο να ρήξη τη βροχή το ποιο να ρήξη χιόνι | |
Ο Κίσαβος ρήχνει βροχή κι' ο Όλυμπος το χιόνι | |
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου | |
Μη με μαλώνης Κίσαβε μπρε τουρκοπατημένε | |
που σε πατάει η Κονιαριά κ' οι Λαρσινοί αγάδες | |
Εγώ ειμ' ο γέρος Όλυμπος 'ς τον κόσμο ξακουσμένος | |
έχω σαράντα δυο κορφαίς κ' εξήντα δυο βρυσούλαις | |
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης | |
Κι' όταν το παίρν' η άνοιξη κι' ανοίγουν τα κλαδάκια | |
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους | |
Έχω και το χρυσόν αϊτό το χρυσοπλουμισμένο | |
πάνω 'ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει | |
Ήλιε μ' δεν κρους ταποταχύ μόν' κρους το μεσημέρι | |
να ζεσταθούν τα νύχια μου τα νυχοπόδαρά μου | |
Κρυφά το λένε τα πουλιά κρυφά το λεν ταηδόνια | |
κρυφά το λέει ο γούμενος από την άγια Λαύρα | |
Παιδιά για μεταλάβετε για ξεμολογηθήτε | |
δεν εϊν’ ο περσινός καιρός κι' ο φετεινός χειμώνας | |
Μας ήρθε γη άνοιξη πικρή το καλοκαίρι μαύρο | |
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους | |
Να διώξουμ' όλη την Τουρκιά η να χαθούμε ούλοι | |
Ένα μικρό καράβι μαζώνει τα παννιά | |
ανοίγει την παντιέρα και πόλεμο ζητά | |
Ζητά τον άγιο Τάφο και την Άγια Σοφιά | |
Κι' ακόμα θα ζητήση τον Πατριάρχη μας | |
οπού τον εκρεμάσαν για το ινάτι μας | |
Καμπάναις θα χτυπήσουν πάν’ 'ς τα καμπαναρειά | |
να σκάσουν οι χοτζάδες απάνου 'ς τα τζαμιά | |
Κι' όσοι Χριστόν πιστεύουν και τον δοξάζουνε | |
τον Τούρκο λογαριάζουν να τον μοιράζουνε | |
Στο ρημοκλήσι του Δηρού | |
λειτούργα ο πρωτοσύγκελος | |
και τάχραντα μυστήρια | |
έφερνε ‘ς το κεφάλι του | |
ψάλλοντας το χερουβικό | |
Μα έξαφνα κι'ανέλπιστα | |
Τούρκοι τον περίλαβανε | |
Κ’ έλαβε μόνον τον καιρό | |
και σήκωσε τα χέρια του | |
κ' είπεκε Παντοδύναμε | |
δυνάμωσε τους Χριστιανούς | |
τύφλωσε τους Αγαρηνούς | |
τη μέρα τη σημερινή | |
Μα οι άνδρες όλοι ελείπασι | |
ήταν ‘ς τη Βέργα τ' Αρμυρού | |
όπου Τρωάδα ο πόλεμος | |
επάηνε δυο μερόνυχτα | |
Μόνα τα γυναικόπαιδα | |
και γέροντες ανώφελοι | |
(γιατ' ήτο θέρος) βρέθεσαν | |
με τα δρεπάνια 'ς τα λουριά | |
Καθόλου δε δειλιάσασι | |
καθόλου δεν τρομάξασι | |
μόν' έδωκαν την είδηση | |
'ς τον Κωσταντίνο με πεζόν | |
Κ' εκείνος ως πολέμαρχος | |
εσύναξ' όλα τα χωριά | |
γράφει και στέλνει ς' τ’ Αρμυρό | |
κ' έδραμε κατά το Δηρό | |
Βλέπει γυναίκες να χερούν | |
και τα δρεπάνια να κρατούν | |
τους Αραπάδες να χτυπούν | |
Εύγε σας μεταεύγε σας | |
γυναίκες άνδρες γίνετε | |
σαν ανδρειωμέναις μάχεσθε | |
σαν Αμαζόνες κρούετε | |
Είπε κ' εβρυχουμάνισε | |
σαν το λιοντάρι 'ς τα βουνά | |
Τους Τούρκους κόφτει αψήφιστα | |
Τότε τα παλληκάρια του | |
πετάχτησαν σαν τους αϊτούς | |
κ' επιάστηκαν με τους εχτρούς | |
χέρια με χέρια ανάκατα | |
Τους εκαταποντίσασι | |
και τους εβάλασι μπροστά | |
σαν να ήσαν γιδοπρόβατα | |
Σφάζοντας και σκοτώνοντας | |
φτάσασι 'ς την ακρογιαλιά | |
που μέλισσα ήτον η Τουρκιά | |
Τότε 'ς εκείνην τη στιγμή | |
αγνάντιαζαν κ' έπρόφτασαν | |
τα παλληκάρια τ' Αρμυρού | |
οπού τη νίκη φέρνασι | |
Πρώτος ήτο κ' εμπροστινά | |
ο γιος του γέρου βασιλιά | |
είχε 'ς τα πόδια του φτερά | |
που τον ο πρώτος άγωρος | |
Ξεγυμνωμένο το σπαθί | |
εκράτει και τα μάτια του | |
σπίκιαις και φλόγες βγάζασι | |
Έχετε θάρρος είπεκε | |
με μια φωνή σαν τη βροντή | |
μη τα φοβάστε τα σκυλιά | |
ας ειν' πολλοί κι’ αμέτρητοι | |
Ήταν πολλοί και 'ς τ' Αρμυρό | |
κι' εμείς τους ενικήσαμεν | |
κι' όλους τους εξωφλήσαμεν | |
Πρόφτασε τότε κι' ο αρχηγός | |
πρόφτασε κι' ο αρχιστράτηγος | |
οπού ναι πενταγνώστικος | |
'ς τοις μάχαις 'ς τα πολιτικά | |
κ' είπε 'ς τα παλληκάρια του | |
κ' είπε 'ς όλο το στράτευμα | |
Όσοι πιστοί εμπρός παιδιά | |
σήμερον γεννηθήκαμε | |
και θα σωθούμε σήμερον | |
Ήνοιξ' η μάχη τρομερά | |
κ' ήτανε ξεσυνέριση | |
'ς όλα τα Σπαρτιατόγονα | |
ποίοι να πάσι μπροστινοί | |
Οι Τούρκοι αντισταθήκασι | |
τι ήσαν 'ς την άκρη του γιαλού | |
Μεσ’ 'ς το στερνό δειλιάσασι | |
κ' επέφτασι 'ς τη θάλασσα | |
σαν τα τυφλά τετράποδα | |
γιατ' ήτο θέλημα θεού | |
να σακουστή η παράκληση | |
τ’ αγίου πρωτοσύγκελου | |
Κι’ αν τα ντερβένια τούρκεψαν τα πήραν Αρβανίταις | |
ο Στέργιος είναι ζωντανός πασάδες δεν ψηφάει | |
Όσο χιονίζουν τα βουνά Τούρκους μην προσκυνούμε | |
Πάμε να λημεριάζωμε όπου φωλιάζουν λύκοι | |
'Σ ταις χώραις σκλάβοι κατοικούν 'ς τους κάμπους με τους Τούρκους | |
χώραις λαγκάδια κ’ ερημιαίς έχουν τα παλληκάρια | |
Παρά με Τούρκους με θεριά καλύτερα να ζούμε | |
Τρία πουλάκια κάθονται ‘ς τη ράχη 'ς το λημέρι | |
τό να τηράει τον Αρμυρό τάλλο κατά το Βάλτο | |
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει | |
Κύριε μου τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης | |
Ουδέ 'ς το Βάλτο φάνηκε ουδέ 'ς την Κρύα βρύση | |
Μας είπαν πέρα πέρασε κ’ επήγε προς την Άρτα | |
κ' επήρε σκλάβο τον κατή μαζί με δύο αγάδες | |
Κι' ο μουσελίμης τ' άκουσε βαριά του κακοφάνη | |
Το Μαυρομάτη νέκραξε και το Μουχτάρ Κλεισούρα | |
Εσείς αν θέλετε ψωμί αν θέλετε πρωτάτα | |
το Χρήστο να σκοτώσετε τον καπετάν Μηλιόνη | |
Τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μόστειλε φερμάνι | |
Παρασκευή ξημέρωσε ποτέ να μη είχε φέξη | |
κί' ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη | |
'Στον Αρμυρό τον έφτασε κι' ως φίλοι φιληθήκαν | |
Ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώση | |
Και όταν έφεξε η αυγή πέρασαν 'ς τα λημέρια | |
Κι' ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη | |
Χρήστο σε θέλει ο βασιλιάς σε θέλουν κ' οι αγάδες | |
Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός Τούρκους δεν προσκυνάει | |
Με το τουφέκι τρέξανε ο ένας να φάη τον άλλο | |
Φωτιάν εδώσαν 'ς τη φωτιά κ’ έπεσαν εις τον τόπο | |
Πολλά τουφέκια αντιβογούν μιλιόνια καριοφίλια | |
μήνα σε γάμο πέφτουνε μήνα σε πανηγύρι | |
κι ουδέ σε γάμο πέφτουνε κι’ ουδέ σε πανηγύρι | |
Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει 'ς το σημάδι | |
Πάγει κι’ ο Χρόνης για να ιδή σεργιάνι για να κάμη | |
Ώρα καλή μπουλούκμπαση Καλό 'ς το Χρόνη οπού ρθε | |
Πώς τά χεις Χρόνη μ’ τα παιδιά τι κάνουν τα παιδιά σου | |
Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια | |
δώδεκα μέραις έλειπα τι κάνουνε δεν ξέρω | |
Για άπλωσε Χρόνη 'ς τον τορβά για λύσε το δισάκκι | |
θα βρης δυο μήλα κόκκινα δυο πατρινά λεμόνια | |
Πάγει κι' ο Χρόνης και κυττάει μεσ’ ς τον τορβά και βλέπει | |
βλέπει το πρώτο του παιδί το πρώτο παλληκάρι | |
τηράζει κι' άλλη μια φορά τάλλο παιδί του βλέπει | |
Πέφτει στραβός με το σπαθί 'ς το τούρκικο τασκέρι | |
βαρεί δεξιά βαρεί ζερβιά βαρεί μπροστά και πίσω | |
κόβει Αρβανίταις δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες | |
Πολλά τουφέκια αντιβογούν μιλιόνια καριοφίλια | |
μήνα σε γάμο πέφτουνε μήνα σε πανηγύρι | |
κι ουδέ σε γάμο πέφτουνε κι’ ουδέ σε πανηγύρι | |
Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει 'ς το σημάδι | |
Πάγει κι’ ο Χρόνης για να ιδή σεργιάνι για να κάμη | |
Ώρα καλή μπουλούκμπαση Καλό 'ς το Χρόνη οπού ρθε | |
Πώς τά χεις Χρόνη μ’ τα παιδιά τι κάνουν τα παιδιά σου | |
Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια | |
δώδεκα μέραις έλειπα τι κάνουνε δεν ξέρω | |
Για άπλωσε Χρόνη 'ς τον τορβά για λύσε το δισάκκι | |
θα βρης δυο μήλα κόκκινα δυο πατρινά λεμόνια | |
Πάγει κι' ο Χρόνης και κυττάει μεσ’ ς τον τορβά και βλέπει | |
βλέπει το πρώτο του παιδί το πρώτο παλληκάρι | |
τηράζει κι' άλλη μια φορά τάλλο παιδί του βλέπει | |
Πέφτει στραβός με το σπαθί 'ς το τούρκικο τασκέρι | |
βαρεί δεξιά βαρεί ζερβιά βαρεί μπροστά και πίσω | |
κόβει Αρβανίταις δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες | |
Οι κλέφταις επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες | |
κι’ άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι' άλλοι βοσκούνε γίδια | |
κ' ένα μικρό κλεφτόπουλο δε θέ να προσκύνηση | |
Το πλάγι πλάγι πήγαινε τον ταμπουρά λαλούσε | |
Εγώ ραγιάς δε γένομαι Τούρκους δεν προσκυνάω | |
δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες | |
μόν' καρτερώ την άνοιξη να ρθούν τα χελιδόνια | |
να βγουν οι βλάχαις 'ς τα βουνά να βγουν οι βλαχοπούλαις | |
Θέλω να πάρω ανήφορο να πάρω ανηφοράκι | |
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι | |
να γείρω ν'άποκοιμηθώ γλυκόν ύπνο να πάρω | |
Μαϊδέ έγειρα ιδέ επλάγιασα μαϊδέ τον ύπνο πήρα | |
κι’ ακώ τα πεύκα να βογγούν και τοις οξυαίς να τρίζουν | |
κι' ακώ μιας πέρδικας λαλιά μιας αηδονολαλούσας | |
και το λεγε λυπητερά σα μαύρο μοιρολόγι | |
Το τι έχεις περδικούλα μου και κλαις κι' αναστενάζεις | |
μην είν' ταυγά σου μελανά και τα πουλιά σου μαύρα | |
Δεν είν' ταυγά μου μελανά και τα πουλιά μου μαύρα | |
μον' κλαίω για την κλεφτουριά για τους καπεταναίους | |
που τους χαλάει ο Αλή πασάς 'ς τα Γιάννενα 'ς τη λίμνη | |
Με γέλασε νη χαραυγή τάστρι και το φεγγάρι | |
και βγήκα νύχτα 'ς τα βουνά ψηλά 'ς τα κορφοβούνια | |
Ακώ τον άνεμο και ηχά με τα βουνά μαλώνει | |
Νεσείς βουνά ψηλά βουνά και σεις κοντοραχούλαις | |
τι έχετε που μαλώνετε τι έχετε που χτρευώστε | |
Μη σας βαραίνουν τα νερά και τα πολλά τα χιόνια | |
Δε μας βαραίνουν τα νερά και τα πολλά τα χιόνια | |
παρ’ μας βαραίν' η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι | |
Λάμπουν τα χιόνια 'ς τα βουνά κι' ο ήλιος 'ς τα λαγκάδια | |
λάμπουν και ταλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων | |
πόχουν τασήμια τα πολλά τοις ασημένιαις πάλαις | |
τοις πέντε αράδες τα κουμπιά τοις έξι τα τσαπράζια | |
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν | |
Καβάλλα τρώνε το ψωμί καβάλλα πολεμάνε | |
καβάλλα πάν 'ς την εκκλησιά καβάλλα προσκυνάνε | |
καβάλλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι | |
Φλωριά ρήχνουν 'ς την Παναγιά φλωριά ρήχνουν 'ς τους άγιους | |
και 'ς τον αφέντη το Χριστό τοις ασημένιαις πάλαις | |
Χριστέ μας βλόγα τα σπαθιά βλόγα μας και τα χέρια | |
Κι' ό Θοδωράκης μίλησε κι’ ο Θοδωράκης λέει | |
Τούτ' οι χαραίς που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν | |
Απόψ' είδα 'ς τον ύπνο μου 'ς την υπνοφαντασιά μου | |
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα | |
Ελάτε να σκορπίσουμε μπουλούκια να γενούμε | |
Σύρε Γιώργο μ' 'ς τον τόπο σου Νικήτα 'ς το Λοντάρι | |
εγώ παου 'ς την Καρύταινα πάου 'ς τους εδικούς μου | |
ν' αφήκω τη διαθήκη μου και τοις παραγγολαίς μου | |
τι θα περάσω θάλασσα 'ς τη Ζάκυνθο θα πάω | |
Πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός πάλι να βρέξη θέλει | |
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά και της Μηλιάς ο κάμπος | |
Εσύρανε τα ρέματα εσύραν τα λαγκάδια | |
κ’ εκόπηκε το πέρασμα κ' εκόπη το γιοφύρι | |
που κει περνάει η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι | |
με τα μπαϊράκια τα χρυσά τοις ασημομπιστόλαις | |
Κινάν και πάν 'ς την εκκλησιά για να λειτρουγηθούνε | |
φορούν τα πόσια τα χρυσά τοις ασημοπαλάσκαις | |
Σίντας ξελειτρουγήσανε και βγήκαν 'ς την κουβέντα | |
πετάχτηκε ό Κωσταντής και λέει του Δημητράκη | |
Τούτ’ η χαρά πού χομ' εμείς σε λύπη θα μας φέρη | |
πολλή Τουρκιά μας έζωσε ο θιος να μας γλυτώση | |
Τακούει ο Παναγιώταρος κ'εσβήστη από τα γέλοια | |
Τι λες κουμπάρε Κωσταντή τι λες τι κουβεντιάζεις | |
Τίγαρις είναι του Μυστρά να το πατούν οι Τούρκοι | |
Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο πύργος | |
ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε μαϊδέ και ο Αλαμάνος | |
Κι ακόμα ο λόγος έστεκε κ' η συντυχιά κρατειώταν | |
Μπουλούκπασας τους έκλεισε με χίλιους πεντακόσιους | |
Τρεις περδικούλαις κάθουνται 'ς τον πύργο της Καστάνιας | |
η μία κλαίει τον Κωσταντή η άλλη το Δημητράκη | |
κ' η τρίτη η καλύτερη κλαίει τον Παναγιώτη | |
Τι έχουν της Μάνης τα βουνά οπού είναι βουρκωμένα | |
καν ο βοριάς τα βάρεσε καν η νοτιά τα πήρε | |
Μηδέ ο βοριάς τα βάρεσε μηδ' η νοτιά τα πήρε | |
παλεύει ο Καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη | |
Στεριά παλεύει ο Αλή μπεης μ’ άρματα του πελάγου | |
'Σ την Άρια που έρρηξε τ' ορδί διαβάζει το φερμάνι | |
Ποιος ειν' ο Παναγιώταρος ποιο λεν Κολοκοτρώνη | |
να ρθούν να προσκυνήσουνε ραγιάδες να γενούνε | |
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος παράξενο του φάνη | |
Δεν προσκυνούμε Αλή μπεη ο νους σου μη το βάνη | |
τάρματα δεν τα δίνομε ραγιάδες να γενούμε | |
παρά θα γίνη πόλεμος με τόπια με ντουφέκια | |
Κι' ο Αλή μπεης σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη | |
Δώδεκα ημέραις πολεμάει με τόπια με ντουφέκια | |
την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν | |
καρσί 'ς τον πύργο τά βαλαν τον πύργο να χαλάσουν | |
Βλέπουν τον πύργο κ' έτρεμε κ' ήθελε για να πέση | |
Εσείς βουνά ψηλά βουνά με τα δασιά κλαριά σας | |
με τα δασιά τα έλατα το εν' απάνω 'ς τάλλο | |
και πύργε της Καστάνιτσας οπού βαστάτε κλέφταις | |
τους κλέφταις τί τους κάματε τους Κολοκοτρωναίους | |
οπού φορούν χρυσά σπαθιά μπαλάσκαις ασημένιαις | |
χρυσά 'ν' και τα ντουφέκια τους χρυσά μαλαματένια | |
και τα τσαπράζια που φορούν ούλο μαργαριτάρια | |
Κείνοι το Μάρτη εδώ ήσανε και τον μισόν Απρίλη | |
και την ημέρα τ' άη Γιωργιού που είναι το πανηγύρι | |
φίλοι τους επροσκάλεσαν τους είχανε τραπέζι | |
Πάνω ποβάλαν τα φαγιά κ' έκαμαν το σταυρό τους | |
ψιλή φωνίτσα νάκουσαν ψιλή φωνή νακούνε | |
Γι' αφήστε τα καλά φαγιά και πάρτε τα ντουφέκια | |
τι οι Τούρκοι σας επλάκωσαν τι οι Τούρκοι σας επήραν | |
Και τα ντουφέκια πήρανε και τα σπαθιά τραυήξαν | |
τους Τούρκους εκυνήγησαν τους κάμαν ένα ένα | |
Χήρας υγιός λατρεύει τριά καλά άλογα | |
το Γρίβα και το Μαύρη και τον Πέπανο | |
το Γρίβα για καβάλλα και για λεβεντιά | |
τον Πέπανο για μάτια και ξανθά μαλλιά | |
το Μαύρη για σεφέρι και για πόλεμο | |
Μα πήγε 'ς το σεφέρι κ' ήρθεν αδειανό | |
και ο Γρίβας το μαλώνει και ο Πέπανος | |
Βρε πού είναι μωρέ Μαύρη πού είναι ο αφέντης μας | |
πού πήγες 'ς το σεφέρι κ' ήρθες αδειανός | |
Αφήστε να σας είπω τα τραγούδια μου | |
και το μεγάλο πόνο της καρδούλας μου | |
Ωσάν επολεμούμε 'ς το ρημόκαστρο | |
έκαμα να περάσω πο τον πόταμο | |
κοπήκανε οι σέλλαις και οι σκαλωσιαίς | |
και πήρε τον αφέντη κ' ήρθα ναδειανό | |
Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι | |
το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι | |
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει | |
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε μαύρη σαν καλιακούδα | |
Μην ο Καλύβας έρχεται μην ο Λεβεντογιάννης | |
Νουδ' ο Καλύβας έρχεται νουδ' ο Λεβεντογιάννης | |
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες | |
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνει | |
Ψηλή φωνή εσήκωσε τον πρώτο του φωνάζει | |
Τον ταϊφά μου σύναξε μάσε τα παλικάρια | |
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες | |
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω την Αλαμάνα | |
που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια | |
Παίρνουνε τ' αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια | |
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια | |
Καρδιά παιδιά μου φώναξε παιδιά μη φοβηθείτε | |
Σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε | |
Ανάθεμά τα τα βουνά με το ζακόνι πόχουν | |
το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα | |
και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα | |
Κανένας δεν τα χάρηκε μεσ’ 'ς τον απάνω κόσμο | |
η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα | |
Πηδάνε παίζουν και γλεντάν και ρήνουν 'ς το σημάδι | |
γυρίζουν και 'ς τη σούγλα τους τα παχουλά τα κριάρια | |
ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν φοβούνται τα κλεφτόπλα | |
Αχός βαρύς ακούγεται πολλά τουφέκια πέφτουν | |
Μήνα σε γάμο ρίχνονται Μήνα σε χαροκόπι | |
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι | |
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια | |
Η Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δήμουλα τον πύργο | |
Δαυλί στο χέρι άρπαξε κόρες και νύφες κράζει | |
Σκλάβες Τουρκών μη ζήσουμε παιδιά μου αγκαλιαστείτε | |
Χίλια φουσέκια ήταν εκεί κι αυτή φωτιά τους βάνει | |
και τα φουσέκια ανάψανε κι όλες φωτιά γενήκαν | |
Ένας αϊτός περήφανος ένας αϊτός λεβέντης | |
από την περηφάνεια του κι’ από τη λεβεντιά του | |
δεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάση | |
μον’μένει απάνω 'ς τα βουνά ψηλά 'ς τα κορφοβούνια | |
Κ’ έρρηξε χιόνια 'ς τα βουνά και κρούσταλλα 'ς τους κάμπους | |
εμάργωσαν τα νύχια του κ' επέσαν τα φτερά του | |
Κι' αγνάντιο βγήκε κ' έκατσε 'ς ένα ψηλό λιθάρι | |
και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει | |
Ήλιε για δε βαρείς κ' εδώ 'ς τούτη την αποσκιούρα | |
να λειώσουνε τα κρούσταλλα να λειώσουνε τα χιόνια | |
να γίνη μια άνοιξη καλή να γίνη καλοκαίρι | |
να ζεσταθούν τα νύχια μου να γιάνουν τα φτερά μου | |
να ρθούνε τάλλα τα πουλιά και τάλλα μου ταδέρφια | |
Έχε γεια καημένε κόσμε | |
έχε γεια γλυκιά ζωή | |
Έχετε γεια βρυσούλες | |
κάμποι βουνά ραχούλες | |
έχετε γεια βρυσούλες | |
κι εσείς Σουλιωτοπούλες | |
Στη στεριά δεν ζει το ψάρι | |
ούτε ανθός στην αμμουδιά | |
κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε | |
δίχως την ελευθεριά | |
Έχετε γεια βρυσούλες | |
κάμποι βουνά ραχούλες | |
έχετε γεια βρυσούλες | |
κι εσείς Σουλιωτοπούλες | |
Κάπου πόλεμος γίνεται 'ς Ανατολή και Δύση | |
και τό μαθε μια λυγερή και πάει να πολεμήση | |
Αντρίκια ντύθη κι' άλλαξε και πέρνει τάρματά της | |
Φίδια στρώνει το φάρο της κι' όχιαίς τον καλλιγώνει | |
και τους αστρίταις τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια | |
Φτερνιά δίνει του μαύρου της πάει σαράντα μίλια | |
κι' άλλη ματαδευτέρωσε 'ς τον πόλεμον εμπήκε | |
'Σ τά μπα της στράταις έκανε 'ς τά βγα της μονοπάτια | |
'ς τάλλο της στριφογύρισμα έσπασε το λουρί της | |
φανήκαν τα χρυσόμηλα τα λινοσκεπασμένα | |
Σαρακηνός την αγνατά ναπό ψηλή ραχούλα | |
Παιδιά και μη δειλιάσετε παιδιά μη φοβηθήτε | |
Γυναίκειος ειν' ο πόλεμος νυφαδιακός ο κούρσος | |
Κ' η λυγερή όντας τ' άκουσε 'ς τον Άη Γιώργη τρέχει | |
Αφέντη μου άη Γιώργη μου χώσε με το κοράσιο | |
να κάμω τά μπα σου χρυσά και τά βγα σου ασημένια | |
και τα ξυλοκεράμιδα ούλο μαργατιτάρι | |
Εσκίσανε τα μάρμαρα κ' εμπήκε η κόρη μέσα | |
Σαρακηνός να κ' έφτασε κοντά 'ς τον άη Γιώργη | |
Άγιε μου Γιώργη χριστιανέ φανέρωσε την κόρη | |
να βαφτιστώ 'ς τη χάρη σου εγώ και το παιδί μου | |
εμέ να βγάλουν Κωσταντή και το παιδί μου Γιάννη | |
Ανοίξανε τα μάρμαρα κ' έφάνηκεν η κόρη | |
Ποιος είδε ψάρι 'ς το βουνό και θάλασσα σπαρμένη | |
ποιος είδε κόρη λυγερη 'ς τα κλέφτικα ντυμένη | |
Τέσσαρους χρόνους περπατεί μ' αρματωλούς και κλέφταις | |
κανείς και δεν τη γνώρισε ναπό τη συντροφιά της | |
Και μιαν αυγή και μια λαμπρή μια πίσημον ημέρα | |
βγήκαν να παίξουν το σπαθί να ρήξουν το λιθάρι | |
Εκόπη τασημόκουμπο κ' εφάνη το βυζί της | |
Κανένας δεν τη λόγιασε από τα παλληκάρια | |
μα να μικρό κλεφτόπουλο σκυφτό χαμογελά της | |
Τι έχεις βρε βλάμη και γελά τι έχεις και χαμοβλέπεις | |
Είδα τον ήλιο πόλαμψε κ' έφεξε το φεγγάρι | |
είδα και το βυζάκι σου που είν' άσπρο σαν το χιόνι | |
Σώπα μωρέ κλεφτόπουλο μιλιά μη μολογήσης | |
και να σε πάρω ψυχογιό βαριά να σε πλουτίσω | |
για να βαστάς το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι | |
Εγώ δε θέλω ψυχογιός βαριά να με πλουτίσης | |
για να βαστώ το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι | |
μόν' θέλω σε γυναίκα μου και να με πάρης άντρα | |
Που ειπή το θέλω εις εμέ πρέπει και νά ναι άξιος | |
νά ναι πρωτοπαλλήκαρο και κλεφτοπολεμάρχος | |
Το ζήτημά σου είναι βαρύ μα α θέλη ο θιός θα γίνη | |
α θέλη ο θιός να μ' αγαπάς ο πρώτος ούλων είμαι | |
Δείξε μου πού ναι οι φωτιαίς οι σπαθισμοί τα βόλια | |
κ' εγώ για την αγάπη σου θα πέσω πρώτος 'ς ούλα | |
Σύγνεφο μαύρο σκέπαζε το Σούλι και την Κιάφα | |
ολημερίς εχιόνιζε ολονυχτίς χιονίζει | |
Απ' το Συστράνι πρόβαινε ένας λιγνός Λεβέντης | |
που από τα Γιάννενα πικρά μαύρα μαντάτα φέρνει | |
Τα παλικάρια τα καλά τα χάνουν οι συντρόφοι | |
Ακούστε Φώτου τα παιδιά του Δράκου παλικάρια | |
το Δέλβινο το άπιστο πρόδωσε τα παιδιά σας | |
Τ' Αλή πασά του τα φερε τα έξ' αράδα αράδα | |
Κι αυτός τα τέσσερά 'σφαξε δυονών ζωή χαρίζει | |
του Δήμου Δράκου τον υιό κι εν' αδερφό του Φώτου | |
Κι εκείνοι καθώς τ' άκουσαν βαριά τους κακοφάνει | |
Δέσποτα και Πρωτόπαπα βάλε το πετραχήλι | |
να ψάλεις τα μνημόσυνα των έξ' παλικαριών μας | |
Τα δυο καθώς τα τέσσαρα σφαμμένα τα μετρούμε | |
ούτε κι ο τύραννος ζωή των Σουλιωτών χαρίζει | |
ούτε Σουλιώτης ζωντανός στα χέρια του λογιέται | |
Ως έτρωγα κι' ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα | |
ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου ερράη | |
κ' εμένα ο νους μου τό βαλε παντρεύουν την καλή μου | |
με κάποιον άλλον τη βλογούν κ' εκείνη δεν τον θέλει | |
παντρευαρραβωνιάζουν την κ' εμένα μ' αστοχούνε | |
Περνώ και πάω 'ς τους μαύρους μου τους εβδομηνταπέντε | |
Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι | |
ποιος ειν' αψύς και γλήγορος να τον καβαλλικέψω | |
ν' αστράψη 'ς την ανατολή και να βρεθή 'ς τη δύση | |
Οι μαύροι μου όσοι τάκουσαν ούλοι βουβοί απομείναν | |
κι' όσαις φοράδες τάκουσαν έρρηξαν τα πουλάρια | |
κ' ένας γρίβας παλιόγριβας σαρανταπληγιασμένος | |
κείνος απολογήθηκε γυρίζει και μου λέει | |
Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι' αν είναι | |
Οπού είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια μουλάρια | |
οπού είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο | |
Εγώ είμαι γέρος κι' άχαρος ταξίδια δε μου πρέπουν | |
μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω | |
οπού μ' ακριβοτάγιζε 'ς το γύρο της ποδιάς της | |
κι' οπού μ' ακριβοπότιζε 'ς τη χούφτα του χεριού της | |
Μόν' δέσε το κεφάλι σου με δυο με τρία μαντήλια | |
και σφίξε τη μεσούλα σου με δυο με τρία ζουνάρια | |
να μη σε φάη η βουή και ντραλιστής και πέσης | |
Και μη σε πάρη κουρτεσιά και βάλης φτερνιστήρι | |
και θυμηθώ τη νιότη μου και κάμω σαν πουλάρι | |
και σπείρω τα μυαλούδια σου 'ς εννιά μοδιώ χωράφι | |
Στρώνει γοργά το μαύρο του γοργά καβαλλικεύει | |
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια | |
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε | |
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει | |
Θέ μου να βρω τον κύρη μου 'ς ταμπέλι να κλαδεύη | |
Σα χριστιανός που τόλεγε σαν άγιος εξακούστη | |
κι' απάντησε τον κύρη του που κλάδευε 'ς ταμπέλι | |
Καλώς τα κάνεις γέροντα το τίνος είν' ταμπέλι | |
Της ερημιάς της σκοτεινιάς του γιου μου του φευγάτου | |
Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα | |
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη | |
Παρακαλώ σε γέροντα αλήθεια να με δώσης | |
τάχα θα φτάσω 'ς τη χαρά θα φτάσω και 'ς το γάμο | |
Αν έχης μαύρο γλήγορο 'ς σπίτι τους προφτάνεις | |
κι' αν είν' οκνός ο μαύρος σου 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις | |
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλια | |
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε | |
'Σ τη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει | |
Θε μου να βρω τη μάννα μου 'ς τον κήπο να ποτίζη | |
Σα χριστιανός που τόλεγε σαν άγιος εξακούστη | |
κ'ευρήκε τη μαννούλα του που πότιζε τον κήπο | |
Ώρα καλή γερόντισσα το τίνος ειν' ό κήπος | |
Της ερημιάς της σκοτεινιάς του γιου μου του φευγάτου | |
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρη νάλλον άντρα | |
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη | |
Πες μου να ζης γερόντισσα φτάνω κ' εγώ 'ς το γάμο | |
Αν εχης μαύρο γλήγορο 'ς το σπίτι τους προφτάνεις | |
κι' αν ειν' οκνός ο μαύρος σου 'ς την εκκλησιά τους βρίσκεις | |
Δίνει του μαύρου του βιτσιά 'ς τη χώρα κατεβαίνει | |
Εκεί σιμά εκεί κοντά 'ς το σπίτι του να φτάση | |
ο μαύρος του χλιμίντρισε κ' η κόρη αναστενάζει | |
Τι έχεις κόρη μ' και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις | |
τα ρούχα σου δεν είν' καλά ή τα φλωριά σου λίγα | |
Φωτιά να κάψ' τα ρούχα σου και λάβρα τα φλωριά σου | |
τι ο μαύρος που χλιμίντρισε σαν του καλού μου μοιάζει | |
Αν ειν' ο πρώτος άντρας σου να βγω να τον σκοτώσω | |
Δεν ειν' ο πρώτος άντρας μου να βγής να τον σκότωσης | |
μόν' είν' ο πρώτος μου αδερφός μου φέρνει τα προικιά μου | |
Αν είν' ο πρώτος σου αδερφός έβγα να τον κέρασης | |
Χρυσό ποτήρι νάρπαξε να βγή να τον κεράση | |
Δεξιά μου στέκα λυγερή ζερβά μου πέρνα κόρη | |
Το μαύρο του χαμήλωσε κ' η κόρη απάνω ευρέθη | |
Βγάλλει και το χρυσό σπαθί και ταργυρό μαχαίρι | |
δίνει του μαύρου του βιτσιά κ' επήρε χίλια μίλλια | |
μηδέ το μαύρον είδανε μήτε τον κορνιαχτό του | |
Οπού είχε μαύρο γλήγορο νείδε τον κορνιαχτό του | |
κι' οπού είχε μαύρο κ' είν' οκνός μηδέ τον κορνιαχτό του | |
Καλώς ανταμωθήκαμε νεμείς οι ντερτιλήδες | |
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας | |
Πάλε καλαίς αντάμωσαις πάλε ν’ ανταμωθούμε | |
‘ ς τον Άγιο Λια 'ς τον πλάτανο ψηλά 'ς το κρυονέρι | |
πόχουν οι κλέφταις σύνοδο κ’ οι καπιταναραίοι | |
πόχουν αρνιά και ψένουνε κριάρια σουγλισμένα | |
όπ' έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι | |
κ’ έχουν την Γκόλφω 'ς το πλευρό και τους κερνάει και πίνουν | |
Κι’ ο καπετάνιος τους μιλάει κι’ ο καπετάνιος λέει | |
Για φάτε πιέτε βρε παιδιά χαρήτε να χαρούμε | |
τούτον το χρόνο τον καλό τον άλλο ποιος το ξέρει | |
για ζούμε για πεθαίνουμε για 'ς άλλον κόσμο πάμε | |
Κάτου ‘ς του Φονιά τον κάμπο | |
και 'ς της θάλασσας τον άμμο | |
‘ς ένα δέντρο φουντωμένο | |
μπέης ήταν ξαπλωμένος | |
κ' είχε τάτι του δεμένο | |
και βαριά σιδερωμένο | |
Βρόνταγε τα πέταλα του | |
κ' έσκουζε για τον αγά του | |
Σήκω απάνου αφέντη μπέη | |
σε γυρεύουν 'ς το σεφέρι | |
τι σκουριάσουν τάρματά σου | |
και τασημοχάντζαρά σου | |
Δεν μπορώ καϊμένε γρίβα | |
γιατί μ’ έχουν λαβωμένο | |
'ς την καρδιά πιτυχημένο | |
Σύρε σκάψε με τα νύχια | |
με ταργυροπέταλά σου | |
τραύηξέ με με τα δόντια | |
ρήξε με μέσα 'ς το χώμα | |
Έπαρε και τάρματά μου | |
δώσε τα 'ς τα γονικά μου | |
Έπαρε και το μαντήλι | |
το χρυσό το δαχτυλίδι | |
να τα πάγης της καλής μου | |
να με κλαίη όταν τα βλέπη | |
Κάτω στου βάλτου τα χωριά | |
Ξηρόμερο και Άγραφα | |
Και στα πέντε βιλαέτια | |
Φάτε πιείτε μωρ’ αδέρφια | |
Εκεί είν’ οι Κλέφτες οι πολλοί | |
ούλοι ντυμένοι στο φλούρι | |
κάθονται και τρων και πίνουν | |
και την Άρτα φοβερίζουν | |
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή | |
βρίζουν τα γένια του κατή | |
γράφουνε και στο Κομπότι | |
προσκυνούνε το δεσπότη | |
Βρε Τούρκοι κατσετε καλα | |
γιατί σας καίμε τα χωριά | |
Γρήγορα το αρματολίκι | |
γιατ’ ερχόμαστε σα λύκοι | |
Μαύρη μωρέ πικρή είν' η ζωή που κάνουμε | |
Εμείς οι μαύροι κλέφτες εμείς οι μαύροι κλέφτες | |
Όλη μωρέ όλη μερούλα πόλεμο | |
όλη μερούλα πόλεμο το βράδυ καραούλι | |
με φό μωρέ με φόβο τρώμε το ψωμί | |
Με φόβο τρώμε το ψωμί με φόβο περπατάμε | |
Ποτέ μωρέ ποτέ μας δεν αλλάζουμε | |
ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε | |
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια | |
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων | |
που 'χουν τ' ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες | |
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τις έξι τα τσαπράζια | |
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν | |
Καβάλα τρώνε το ψωμί καβάλα πολεμάνε | |
καβάλα πάν' στην εκκλησιά καβάλα προσκυνάνε | |
καβάλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι | |
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά φλουριά ρίχνουν στους άγιους | |
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες | |
Χριστέ μας 'βλόγα τα σπαθιά 'βλόγα μας και τα χέρια | |
Κι ό Θοδωράκης μίλησε κι ο Θοδωράκης λέει | |
Τούτ' οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν | |
Απόψ' είδα στον ύπνο μου στην υπνοφαντασιά μου | |
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα | |
Ελάτε να σκορπίσουμε μπουλούκια να γενούμε | |
Σύρε Γιώργο μ' στον τόπο σου Νικήτα στο Λοντάρι | |
εγώ πάω στην Καρύταινα πάω στους εδικούς μου | |
ν' αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου | |
'τι θα περάσω θάλασσα στη Ζάκυνθο θα πάω | |
Μάννα μ' έκαταράστηκες βαρειά κατάρα μου είπες | |
Κλέφτης να βγης παιδάκι μου κάμπους βουνά να τρέχης | |
ολημερίς 'ς τον πόλεμο τη νύχτα καραούλι | |
και 'ς τα γλυκοχαράματα να πιάνης το ταμπούρι | |
Να ήσουνα πετροπέρδικα 'ς τα πλάγια του Πετρίλου | |
ν' αγνάντευες πώς πολεμάν οι κλέφτες με τους Τούρκους | |
ν' αγνάντευες το γιόκα σου μπροστά απ' τα παλληκάρια | |
Ομπρός ξεστρώνει την Τουρκιά με το σπαθί 'ς το χέρι | |
κι' απ' τη φωνή του την ψηλή αχολογάει ο τόπος | |
Βαρείτε παλληκάρια μου σκοτώνετε τους σκύλους | |
ψυχή να μην αφήσουμε οπίσω να γυρίση | |
τι έκαμα όρκο φοβερό Τούρκο να μη σκλαβώσω | |
Παιδιά σαν θέτε λεβεντιά και κλέφταις να γενήτε | |
νεμένα να ρωτήσετε να σας ομολογήσω | |
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια | |
Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφταις | |
Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε | |
ολημερίς 'ς τον πόλεμο τη νύχτα καραούλι | |
Δώδεκα χρόνους έκαμα 'ς τους κλέφταις καπετάνιος | |
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα δεν πλάγιασα σε στρώμα | |
τον ύπνο δεν έχόρτασα του ύπνου τη γλυκάδα | |
το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα | |
και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη αγκαλιασμένο | |
Άρκοντες τρων και πίνουσι σε μαρμαρένη τάβλαν | |
σε μαρμαρένη κι' αργυρή και σε μαλαματένη | |
κι' ούλοι τρώσι και πίνουσι κι' αθιολή δε φέρνου | |
κι' ο Κωσταντίνος ο μικρός ας εψιλοτραούει | |
τ' ακράνη του τ' Ανδρόνικου του νιου του παινεμένου | |
Μαύρος είσαι μαύρα φορείς μαύρο καβαλλικεύγεις | |
Μαθθαίνεις το να περπατή μαθθαίνεις το να δρέμη | |
μαθθαίνεις το να έχεται τον όχλον του πολέμου | |
μαθθαίνεις τον και της στεριάς ωσάν και του πελάου | |
ξεχάνεις και της λυερής της γλυκοποθητής σου | |
Γέρασα ο μαύρος γέρασα δε μπορώ 'α περπατήσω | |
δε μπορώ 'ά σύρω τάρματα τα γέρημα τσαπράζια | |
τοις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα | |
Τουφέκι μου περήφανο πιστόλια πέρα πέρα | |
και συ σπαθί μου διμισκί με τη χρυσή τη χούφτα | |
δεν πρέπεστε για κρέμασμα κι' ουδέ για το παζάρι | |
μόν πρέπεστε για λεβεντιά και για λιανή μεσούλα | |
Κάτου 'ς την άσπρη πέτρα και 'ς το κρυό νερό | |
εκεί κείτεται ο Γιάννος τ' Ανδρονίκου ο γιος | |
κομμένος και σφαμένος κι' ανεγνώριοτος | |
Το αίμα του σαν βρύση χύνονταν 'ς τη γης | |
και γιατρεμό δεν είχεν η βαθειά πληγή | |
Τούρκοι τον παραστέκουν και Ρωμιοί τον κλαιν | |
κι' απάρθενα κοράσια τον μοιρολογούν | |
Γιάννο μ' δεν είχες μάννα μάννα κι' αδερφή | |
δεν είχες και γυναίκα για να σ' έκλαιγεν | |
Θαρρώ πως είχα μάννα μάννα κι' αδερφή | |
κ' η δόλια μου η γυναίκα να την πόρχεται | |
με δυο μαύρα λιθάρια στηθοδέρνοντας | |
Γιάννο μου δεν σου το είπα δε σ' αρμήνευα | |
με χίλιους μην τα βάνης και μην πολεμάς | |
Σώπα καλέ γυναίκα και ντροπιάζεις με | |
Εγώ είμαι ο ανδρειωμένος τ' Ανδρόνικου ο γιος | |
που τρέμει ο κόσμος όλος κι' όλα τα χωριά | |
και τρέμουν τρεις πασάδες που πολέμαγα | |
Δεν ήσαν μήτε πέντε μήτε δεκοχτώ | |
εφτά χιλιάδες ήσαν κ' εγώ αμοναχός | |
κι' απ' τοις εφτά χιλιάδες ένας γλύτωσε | |
που χε Λαγού πηλάλα Δράκου δύναμη | |
και της αγριολαφίνας τα πηδήματα | |
'Σ τα νέφια νέφια πάει 'ς τα νέφια περπατεί | |
'ς τον ουρανό πετούσε 'ς τάστρη εχάνονταν | |
Μια σαϊττιά μου παίζει μέσα 'ς την καρδιά | |
τη δύναμη μου κόβει κι' όλη την αντρειά | |
Ό Διγενής ψυχομαχεί κ' η γη τόνε τρομάσσει | |
Βροντά κι' αστράφτει ο ουρανός και σειέτ' ο απάνω κόσμος | |
κι' ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια | |
κ' η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τόνε σκεπάση | |
πως θα σκεπάση τον αϊτό τση γης τον αντρειωμένο | |
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε σπήλιο δεν τον εχώρει | |
τα όρη εδιασκέλιζε βουνού κορφαίς επήδα | |
χαράκι' αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε | |
'Σ το βίτσιμά πιανε πουλιά 'ς το πέταμα γεράκια | |
'ς το γλάκιο και 'ς το πήδημα τα λάφια και ταγρίμια | |
Ζηλεύγει ο Χάρος με χωσιά μακρά τόνε βιγλίζει | |
κ' ελάβωσέ του την καρδιά και τη ψυχή του πήρε | |
Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνη | |
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι' όλους τους αντρειωμένους | |
νά ρθη ο Μηνάς κι' ο Μαυραϊλής νά ρθη κι' ο γιος του Δράκου | |
νά ρθη κι' ο Τρεμαντάχειλος που τρέμει η γη κι' ο κόσμος | |
Κ' επήγαν και τον ηύρανε 'ς τον κάμπο ξαπλωμένο | |
Βογγάει τρέμουν τα βουνά βογγάει τρέμουν οι κάμποι | |
Σαν τι να σ' ηύρε Διγενή και θέλεις να πεθάνης | |
Φίλοι καλώς ωρίσατε φίλοι κι' αγαπημένοι | |
συχάσατε καθήσατε κ' εγώ σας αφηγειέμαι | |
Της Αραβίνας τα βουνά της Σύρας τα λαγκάδια | |
που κει συνδυό δεν περπατούν συντρείς δεν κουβεντιάζουν | |
παρά πενήντα κ' εκατό και πάλε φόβο νέχουν | |
κ' εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι' αρματωμένος | |
με τετραπίθαμο σπαθί με τρεις οργυαίς κοντάρι | |
Βουνά και κάμπους έδειρα βουνά και καταράχια | |
νυχτιαίς χωρίς αστροφεγγιά νυχτιαίς χωρίς φεγγάρι | |
Και τόσα χρόνια πού ζησα δω 'ς τον απάνου κόσμο | |
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους | |
Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο | |
πόχει του ρίσου τα πλουμιά της αστραπής τα μάτια | |
με κράζει να παλέψωμε σε μαρμαρένια αλώνια | |
κι' όποιος νικήση από τους δυο να παίρνη την ψυχή του | |
Κ' επήγαν κ' επαλέψανε 'ς τα μαρμαρένια αλώνια | |
κι' όθε χτυπάει ο Διγενής το αίμα αυλάκι κάνει | |
κι' όθε χτυπάει ό Χάροντας το αίμα τράφο κάνει | |
Στα χίλια οχτακόσια εικοσιοχτώ μιαν Τρίτη | |
(αφουγκρασθήτε να σας πω ογιά τη μαύρη Κρήτη) | |
σύναξη κάνου οι βασιλείς και πάνε 'ς το Παρίσι | |
να κάμουνε συνέλεψη τι να γενή η Κρήτη | |
Μ' απής εσυναχτήκανε κι'άρχηξαν το κουσούλτο | |
ούλοι εδιχονήσανε και παίρνει την ο Τούρκος | |
Αθρώπους τότ' επέψανε κ' εις τσοι Καλύβαις βγαίνει | |
να συναχτούν οι Χρισθιανοί να δώση το χαμπέρι | |
Και σαν εσυναχτήκασι διαβάζει τη συθήκη | |
κ' έγραφε πως εδώκανε του Μισιριού την Κρήτη | |
Φωνιάζουν κλαίν οι Χρισθιανοί Αφέντες κουμαντάτες | |
εβγάστ' απάνω 'ς τα βουνά να κάτσετε 'ς τσοι στράταις | |
να ιδήτε ούλα τα πουλιά απού ψηλά πετούσι | |
τα κόκκαλα τω Χρισθιανώ 'ς τ' αντόδια να βαστούσι | |
Όσοι καταλυθήκανε 'ς τα όρη κ' εις τα δάση | |
ποιος είν' απού θα σας τσοι πη και θα τσοι λογαριάση | |
Ακούσετε να σάσε πω τα πάθη τα δικά μας | |
'Σ την Αραπιά πουλήσανε οι Τούρκοι τα παιδιά μας | |
και όσοι απομείναμε εις τα βουνά γλακούμε | |
ξυπόλυτοι κι' ολόγδυμνοι για να λευτερωθούμε | |
Κ' είχαμε θάρρος εις εσάς τσοι βασιλείς τσοι Φράγκους | |
κ' εδά μας αδικήσετε κι' αφήκετέ μας σκλάβους | |
'Όντε θα βγουν τα νέφαλα και να φανούν οι κρίνοι | |
και να ρθ' ο φοβερός κριτής ούλους να μάσε κρίνη | |
τα τάγματ' ούλα τ' ουρανού τριγύρου ν' ακλουθούσι | |
τα πάθη τω Χρισθιανώ τάδικα να γροικούσι | |
νά ρθουνε με παράπονο κ' οι Κρήτες να σταθούνε | |
μπροστά 'ς το φοβερό κριτή τ' άδικά των να πούνε | |
τότες ν' άποκριθήτ’ εσείς Αγγλία και Γαλλία | |
μπροστά 'ς το φοβερό κριτή δευτέρα παρουσία | |
Τώρα αποφασίσανε κ' εκάμανε συθήκη | |
πως να ναι πάλι αραγιάς του Μισιριού η Κρήτη | |
Φύγετε Φύγετ' άστε μας μα μεις θε να σκεφτούμε | |
γη ούλοι θ' αποθάνωμε γη θα λευτερωθούμε | |
Θε μου και συ πώς το βαστάς εις τη σκλαβιά ακόμη | |
ούλοι λευτερώθηκανε κ' η Κρήτη να ναι μόνη | |
Έρχουνται πλοία φράγκικα και πάνε 'ς τη Γραμπούσα | |
και βγάνουνε τσοί Χρισθιανούς όπου την εβαστούσα | |
Και Μισιριώταις φέρνουνε κ' εις τα χωριά χτυπούσι | |
φορούνε ρούχα κόκκινα και τούμπανα βαστούσι | |
Καθίζουν σε μερκά χωριά και κάνουνε κρισάδες | |
και τυραννούν τσοί Χρισθιανούς σκεντσεύγουν τς αραγιάδες | |
Σ τα χίλια οχτακόσια 'ς τα τριάντα | |
'ς τς οχτώ του Σεντεμπριού ήρθ' η γι αρμάδα | |
Και βγαίνει 'ς τ' Ακρωτήρι σιργιανίζει | |
τον κόσμο βιζιτάρει και ξανοίγει | |
τσοι Χρισθιανούς γυρεύγουνε να ιδούσι | |
και θλιβερό χαμπέρι για να πούσι | |
Οι Χρισθιανοί να μείνουν αραγιάδες | |
Κ' οι Τούρκοι χαραίς κάνουνε μεγάλαις | |
Γλήγορα εις την φράγκικην αρμάδα | |
εγράψανε παράπονα μεγάλα | |
Όρη βουνά και τρύπαις και λαγκάδια | |
γεμάτα νιαι φτωχούς και παλληκάρια | |
τσι πείνας και τση δίψας ξεραμμένοι | |
για να λευτερωθούνε οι καϊμένοι | |
Κ' οι καπετάνι' αρχίζουν και γελούσι | |
κ' εις τα καράβια μπαίνουν και κινούσι | |
Το κρίμα τω φτωχώ και τω χηράδω | |
εις το λαιμό σας να 'ν' ούλων τω Φράγκω | |
Απόψε είδα στον ύπνο μου στον ύπνο που κοιμόμουν | |
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα | |
Είχε θολά τα ρέματα και τα νερά βαμμένα | |
κεφάλια εκύλουνε μπροστά κεφάλια κι από πίσω | |
'Ξήγα τ' Αντώνη μ' ‘ξήγα το τ' όνειρο που μ' εφάνει | |
Παιδιά μου μη σκοτίζεστε κι εγώ σας το ξηγάω | |
Τούρκους πολλούς θα κόψουμε θα πάρουμε και πλιάτσικα | |
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν | |
το ποιο να ρίξει την βροχή το ποιο να ρίξει χιόνι | |
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι | |
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου | |
Μη με μαλώνεις Κίσαβε βρε τουρκοπατημένε | |
που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες | |
Εγώ είμ' ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος | |
έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες | |
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης | |
Κι όταν το παίρν' η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια | |
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους | |
Έχω και το χρυσόν αϊτό το χρυσοπλουμισμένο | |
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει | |
Ήλιε μ' δεν κρους τ' από ταχύ μόν' κρους το μεσημέρι | |
να ζεσταθούν τα νύχια μου τα νυχοπόδαρά μου | |
Τρία πουλάκια κάθουνται 'ς τον Έλυμπο 'ς τη ράχη | |
τό να τηράει τα Γιάννινα τάλλο την Κατερίνα | |
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει | |
Τι είν’ το κακό που πάθαμε οι μαύροι οι Λαζαίοι | |
Μας χάλασε ο Βελή πασάς μας έκαψε τα σπίτια | |
μας πήρε τοις γυναίκες μας μας πήρε τα παιδιά μας | |
'ς τον Τούρναβο τοις πάησε πεσκέσι του βεζίρη | |
Μπροστά παγαίνει η Τόλιαινα κι’ οπίσω οι συννυφάδες | |
κι’ οπίσω οπίσω η Κώσταινα με το παιδί 'ς το χέρι | |
σα μήλο σα τριαντάφυλλο σα νεραντζιά κομμένη | |
Βγαίνουν κυράδες την τηρούν από τα παραθύρια | |
Ποιαις είν’ αυταίς οπόρχουνται 'ς την Πόρτα 'ς το Σαράϊ | |
Κυράδες τί λογιάζετε κυράδες τί τηράτε | |
Εμείς είμεστε κλέφτισαις γυναίκες των Λαζαίων | |
Βελή πασάς αγνάντευε στέκει και τοις ρωτάει | |
Γυναίκες που ειν' οι άντροι σας κ' οι καπιταναραίοι | |
Είναι ψηλά 'ς τον Έλυμπο ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια | |
Πάρτε ταις τρεις φλακώστε ταις βάλτε ταις 'ς το μπουντρούμι | |
την Κώσταινα την όμορφη φέρτε την 'ς το χαρέμι | |
Άφες μ' αφέντη μ' άφες με δυο λόγια να σου κρίνω | |
να γράψω μια πικρή γραφή 'ς τον καπετάνιο Κώστα | |
Εσύ Κώστα μ’ 'ς τον Έλυμπο ψηλά 'ς τα κυπαρίσσια | |
κ' η Κώσταινα 'ς τον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι | |
Του Λάλα με τα κρύα νερά με τοις βαρειαίς κυράδες | |
με τοις τραναίς αρχόντισσαις τοις καλομαθημέναις | |
που δεν καταδεχόντανε τη γης να την πατήσουν | |
ποφόρηγαν χρυσά σκουτιά και κόκκινα σαλβάρια | |
και τώρα πώς κατάντησαν κοπέλλαις ‘ς τους ραγιάδες | |
Φέρνουν βαρέλια με νερό και ξύλα ζαλωμέναις | |
νάχουν οι Έλληνες νερό φωτιά να πυρωθούνε | |
Και η μια την άλλη έλεγανε και η μια την άλλη λένε | |
Τί να 'ν' κείνα που φαίνονται τί να 'ν' εκείνα π' ερχώνται | |
Μηνά ειν' μπαϊράκια τούρκικα μην τά στειλε ο πασάς μας | |
Δεν ειν' μπαϊράκια τούρκικα δεν τα στείλε ό πασάς μας | |
παρά ειν' μπαϊράκια κλέφτικα κ' είναι των Πλαπουταίων | |
Ήλιε που βγαίνεις το ταχύ 'ς ούλον τον κόσμο δούδεις | |
'ς ούλον τον κόσμ' ανάτειλε 'ς ούλην την οικουμένη | |
'ς τω Μπαρμπαρέσσω τοις αυλαίς ήλιε μην ανατείλης | |
κι' αν ανατείλης ήλιε μου να γοργοβασιλέψης | |
γιατ' έχουν σκλάβους έμορφους πολλά παραπονιάρους | |
και θα γραθού οι γιαχτίδες σου που τω σκλαβώ τα δάκρυα | |
Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα | |
παιδιά της Σαμαρίνας μωρέ παιδιά καημένα | |
παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα | |
Σαν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά | |
ψηλά στη Σαμαρίνα μωρέ παιδιά καημένα | |
ψηλά στη Σαμαρίνα κι ας είστε λερωμένα | |
Τουφέκια να μωρέ μην ρίξετε | |
τραγούδια να μην πείτε μωρέ παιδιά καημένα | |
τραγούδια να μην πείτε κι ας είστε λερωμένα | |
Να μην τ’ ακούσει μωρέ η μάνα μου | |
κι η δόλια η αδελφή μου μωρέ παιδιά καημένα | |
κι η δόλια η αδελφή μου κι ας είστε λερωμένα | |
Και βγουν στη στράτα μωρέ να σας δουν | |
και ’ρθουν και σας ρωτήσουν μωρέ παιδιά καημένα | |
και ’ρθουν και σας ρωτήσουν κι ας είστε λερωμένα | |
Μην πείτε πως μωρέ λαβώθηκα | |
βαριά για να πεθάνω μωρέ παιδιά καημένα | |
βαριά για να πεθάνω κι ας είστε λερωμένα | |
Να πείτε πως μωρέ παντρεύτηκα | |
πήρα καλή γυναίκα μωρέ παιδιά καημένα | |
πήρα καλή γυναίκα κι ας είστε λερωμένα | |
Την πέτρα έχω μωρέ πεθερά | |
τη μαύρη γης γυναίκα μωρέ παιδιά καημένα | |
τη μαύρη γης γυναίκα κι ας είστε λερωμένα | |
Κι αυτά τα μωρέ λιανολίθαρα | |
αδέρφια και ξαδέρφια μωρέ παιδιά καημένα | |
αδέρφια και ξαδέρφια κι ας είστε λερωμένα | |
Παίρνουν ν' ανθίσουν τα κλαριά κ' η πάχνη δεν τ' αφήνει | |
θέλω κ' εγώ να σ' αρνηθώ και δε μ' αφήνει ο πόνος | |
Σαν παίρνης τον κατήφορο την άκρη το ποτάμι | |
με το πλατύ πουκάμισο με τάσπρο σου ποδάρι | |
χαμήλωσε την μπόλια σου και σκέπασε τα φρύδια | |
να μη φανούνε τα φιλιά να μη σε καταλάβουν | |
και σε ζηλέψουν τα πουλιά της άνοιξης ταηδόνια | |
Σύρε να ειπής της μάννας σου να μη σε καταρειέται | |
τι θα την κάμω πεθερά τι θα την κάμω μάννα | |
Άιντε και βάνε τάρματα κ' έλα 'ς την Κρύα Βρύση | |
να περπατάμε 'ς τα βουνά 'ς της Λιάκουρας τα χιόνια | |
να σαι τς αυγούλας η δροσιά και του Μαγιού η πάχνη | |
και μέσα 'ς το λημέρι μου να λάμπης σαν την Πούλια | |
Σ όλον τον κόσμο ξαστεριά σ’ όλον τον κόσμο ήλιος | |
και 'ς τα καϊμένα Γιάννενα μαύρο παχύ σκοτάδι | |
τι φέτο εκάμαν τη βουλή οχτώ βασίλεια ανθρώποι | |
κ' εβάλανε τα σύνορα 'ς της Άρτας το ποτάμι | |
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Πούντα | |
κι’ αφήκανε τα Γιάννενα και πήρανε την Άρτα | |
κι' αφήκανε το Μέτσοβο με τα χωριά του γύρα | |
Σαράντα παλικάρια από τη Λε από τη Λεβαδιά | |
πάνε για να πατήσουνε την Τροπό μωρ’ την Τροπολιτσά | |
Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα μωρ’ γέροντα απαντούν | |
Γεια σου χαρά σου γέρο καλώς τα τα καλώς τα τα παιδιά | |
Πού πάτε παλικάρια πού πάτε ορέ πού πάτε ορέ παιδιά | |
Πάμε για να πατήσουμε την Τροπό μωρ’ την Τροπολιτσά | |
Έλα και συ ρε γέρο να πάμε για να πάμε για κλεψιά | |
Δεν ημπορώ παιδιά μου γιατί ’μαι γέ γιατί ’μαι γέροντας | |
Περάστε από τη στάνη κι από τα πρό κι από τα πρόβατα | |
και πάρτε τον υιό μου τον πιο μικρό τον πιο μικρότερο | |
Που ’χει λαγού ποδάρια και πέρδικας και πέρδικας φτερά | |
και ξέρ’ τα μονοπάτια απ’ όλους πιο απ’ όλους πιο καλά | |
Σαράντα παλικάρια από τη Λεβαδιά | |
καλά κι αρματωμένα πάνε για κλεψιά | |
Πάνε για να πατήσουν το Καλό Χωριό | |
πάνε και για κάψουν χώρες και νησιά | |
Κάνα δεν έχουν πρώτο και τρανύτερο | |
γυρεύουν ένα γέρο για την ορμηνειά | |
Επήγαν και τον βρήκαν σε βαθιά σπηλιά | |
Οπ' έλιωνε τα ασήμι κι έφτιανε κουμπιά | |
Γειά σου χαρά σου γέρο Καλώς τα παιδιά | |
καλώς τα παλικάρια τα κλεφτόπουλα | |
Σήκω να βγούμε γέρο κλέφτες στα βουνά | |
Δεν ημπορώ παιδιά μου γιατ' εγέρασα | |
Περάστε από τη στάνη και τα πρόβατα | |
Και πάρτε τον γιο μου τον μικρότερο | |
που' χει λαγού ποδάρι δράκου δύναμη | |
Ξέρει τα μονοπάτια και τα σύρματα | |
ξέρει και τα λημέρια που λημέριαζα | |
ξέρει τις κρύες βρύσες που 'πινα νερό | |
ξέρει τα μοναστήρια που 'παιρνα ψωμί | |
και ξέρει και τις τρύπες που κρυβόμουν | |
Αυτού μπροστά που πάτε στο Καλό Χωριό | |
έχει όμορφα κορίτσια και γλυκά κρασιά | |
Τήρα μη σας μεθύσουν και σας πιάσουνε | |
και στον Κατή σας πάνε σας κρεμάσουνε | |
Του γέρου την ορμήνεια την ξεχάσανε | |
επήγαν και μεθύσαν και τους πιάσανε | |
Σαν τ' άκουσε κι ο γέρος χαμογέλασε | |
κουμπούρια ξεκρεμάει κι αρματώνεται | |
Στο δρόμο που πηγαίνει βρίσκει τον πασά | |
Ώρα καλή πασά μου και Τουρκοκριτή | |
να βγάλεις τα παιδιά μου απ' τη φυλακή | |
Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω από το Σούλι | |
Το ‘να ναι του Μουχτάρ πασά τάλλο του Σελιχτάρη | |
το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου | |
Μια παπαδιά τ' αγνάντεψε ναπό ψήλη ραχούλα | |
Πού στε του Λάμπρου τα παιδιά πού ‘στε νοι Μποτσαραίοι | |
Αρβανιτιά μας πλάκωσε θέλει να μας σκλαβώση | |
Ας έρτουν οι παλιότουρκοι τίποτε δε μας κάνουν | |
Ας έρτουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια | |
να μάθουν Λάμπρου το σπαθί Μπότσαρη το τουφέκι | |
τ’ άρματα των Σουλιώτισσων της ξακουσμένης Χάιδως | |
Κι’ ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι | |
Παιδιά σταθήτε στέρεα σταθήτε αντροειωμένα | |
γιατ' έρχεται ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες | |
Ο πόλεμος αρχίνησε κι’ άναψαν τα τουφέκια | |
Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας | |
Παιδιά μ' ήρθ' ώρα του σπαθιού κι’ ας πάψη το τουφέκι | |
Κι' όλοι έπιασαν και σπάσανε τοις θήκαις τω σπαθιώ τους | |
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά τους βάνουν σαν κριάρια | |
Άλλοι έφευγαν κι' άλλοι έλεγαν Πασά μου ανάθεμα σε | |
Μέγα κακό μας έφερες τούτο το καλοκαίρι | |
εχάλασε τόση Τουρκιά σπαΐδες κι’ Αρβανίταις | |
Δεν είν' εδώ το Χόρμοβο δεν είν' η Λαμποβίτσα | |
εδώ είν' το Σούλι το κακό εδώ είν' το Κακοσούλι | |
που πολεμούν μικρά παιδιά γυναίκες σαν τους άνδρες | |
που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλληκάρι | |
Κι' ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί 'ς το χέρι | |
Έλα πασά τι κάκιωσες και φεύγεις με μενζίλι | |
Γύρισ’ εδώ 'ς τον τόπο μας 'ς την έρημη την Κιάφα | |
εδώ να στήσης το θρονί να γένης και σουλτάνος | |
Μάνα μου τα μάνα μου τα κλεφτόπουλα | |
τρώνε και τραγουδάνε άιντε πίνουν και γλεντάνε | |
Μα ένα μικρό μα ένα μικρό κλεφτόπουλο | |
δεν τρώει δεν τραγουδάει βάι δεν πίνει δεν γλεντάει | |
Μόν' τ' άρματα μόν' τ' άρματα του κοίταζε | |
Του τουφεκιού του λέει Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη | |
Τόσες φορές τόσες φορές με γλύτωσες | |
απ' των εχθρών τα χέρια κι απ' των Τούρκων τα μαχαίρια | |
Και τώρα με και τώρα με παράτησες | |
σαν καλαμιά στον κάμπο βάι δε ξέρω τι να κάνω | |
Τα παλληκάρια του Μοριά κ’ οι έμορφαις της Πάτρας | |
ποτές δεν καταδέχονταν πεζοί να περπατήσουν | |
και τώρα πώς κατάντησαν σκλάβοι 'ς τους Αρβανίταις | |
Κλαίγουν οι μαύροι τη σκλαβιά οπού είναι σκλαβωμένοι | |
κλαίγουν και τον ξεχωρισμό το πώς θα ξεχωρίσουν | |
Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει | |
Αφήνει η μάννα το παίδι και το παιδί τη μάννα | |
χωρίζει κ’ εν’ αντρόγυνο μια μέρα ανταμωμένο | |
Σημαίνει ο Θιος σημαίνει η γης σημαίνουν τα επουράνια | |
σημαίνει κ' η αγιά Σοφιά το μέγα μοναστήρι | |
με τετρακόσια σήμαντρα κ’ εξηνταδυό καμπάναις | |
κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και διάκος | |
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς δεξιά ο πατριάρχης | |
κι' απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνναις | |
Να μπούνε 'ς το χερουβικό και νά βγη ο βασιλέας | |
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι' άπ' αρχαγγέλου στόμα | |
Πάψετε το χερουβικό κι' ας χαμηλώσουν τ' άγια | |
παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε | |
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη | |
Μόν στείλτε λόγο 'ς τη Φραγκιά νάρτουνε τρία καράβια | |
το ‘να να πάρη το σταυρό και τάλλο το βαγγέλιο | |
το τρίτο το καλύτερο την άγια τράπεζα μας | |
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας την μαγαρίσουν | |
Η Δέσποινα ταράχτηκε κ' εδάκρυσαν οι εικόνες | |
Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζης | |
πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά σας είναι | |
Αχός βαρύς ακούεται πολλά τουφέκια πέφτουν | |
Μήνα σε γάμο ρήχνονται μήνα σε χαροκόπι | |
Ουδέ σε γάμο ρήχνονται ουδέ σε χαροκόπι | |
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις και μ' γγόνια | |
Αρβανιτιά την πλάκωσε 'ς του Δημουλά τον πύργο | |
Γιώργαινα ρήξε τάρματα δεν είν' εδώ το Σούλι | |
Εδώ είσαι σκλάβα του πασά σκλάβα των Αρβανίτων | |
Το Σούλι κι' αν προσκύνησε κι’ αν τούρκεψε νη Κιάφα | |
Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκαμε δεν κάνει | |
Δαυλί 'ς το χέρι νάρπαξε κόραις και νύφαις κράζει | |
Σκλάβαις Τούρκων μη ζησωμε παιδιά μ' μαζί μου ελατε | |
Και τα φυσέκια ανάψανε κι' όλοι φωτιά γενήκαν | |
Τ' ακούσατε τι γίνηκε 'ς τα Γιάννενα τη λίμνη | |
που πνίξανε τοις δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη | |
Αχ Φροσύνη παινεμένη | |
τι κακό παθες καϊμένη | |
Άλλη καμιά δεν τό βαλε το λιαχουρί φουστάνι | |
πρώτ' η Φροσύνη το βαλε και βγήκε 'ς το σιργιάνι | |
Αχ Φροσύνη παινεμένη | |
και 'ς τον κόσμο ξακουσμένη | |
Δε σ' τό ‘λεγα Φροσύνη μου κρύψε το δαχτυλίδι | |
γιατί αν το μάθη ο Αλήπασας θε να σε φάη το φίδι | |
Αχ Φροσύνη μου καϊμένη | |
τι πολύ κακό θα γένη | |
Αν είστε Τούρκοι αφήστε με χίλια φλωριά σας δίνω | |
σύρτε με ‘ς το Μουχτάρπασα δυο λόγια να του κρίνω | |
Αχ Φροσύνη μου καϊμένη | |
τι κακό πολύ θα γένη | |
Πασά μου πού είσαι πρόβαλε τρέξε να με γλυτώσης | |
μέρωσε τον Αλή πασά και δώσε ό τι να δώσης | |
Αχ Φροσύνη πέρδικά μου | |
τι κακό ‘παθες κυρά μου | |
Εις το Βεζίρη τα φλωριά τα δάκρυα δεν περνάνε | |
και σένα μ' άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε | |
Αχ Φροσύνη πέρδικα μου | |
μόκαψες τα σωθικά μου | |
Νά ταν οι πέτραις ζάχαρη να ρήχνανε 'ς τη λίμνη | |
για να γλυκάνη το νερό για την κυρά Φροσύνη | |
Αχ Φροσύνη παινεμένη | |
μέσ 'ς τη λίμνη ξαπλωμένη | |
Φύσα βοριά φύσα θρακιά για ν' αγρίεψη η λίμνη | |
να βγάλη ταις αρχόντισσαις και την κυρά Φροσύνη | |
Αχ Φροσύνη παινεμένη | |
μεσ 'ς τη λίμνη ξαπλωμένη | |
Φροσύν' σε κλαίει το σπίτι σου σε κλαίνε τα παιδιά σου | |
σε κλαίν όλα τα Γιάννενα κλαίνε την ομορφιά σου | |
Αχ Φροσύνη πέρδικα μου | |
μόκαψες τα σωθικά μου | |
Όλαις οι καπετάνισσαις από το Κακοσούλι | |
όλαις την Άρτα πέρασαν 'ς τα Γιάννινα τοις πάνε | |
σκλαβώθηκαν οι αρφαναίς σκλαβώθηκαν οι μαύραις | |
κ’ η Λένω δεν επέρασε δεν την επήραν σκλάβα | |
Μόν πήρε δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια | |
σέρνει τουφέκι σισανέ κ' εγγλέζικα κουμπούρια | |
έχει και ‘ς τη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο | |
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν πέντε τζοχανταραίοι | |
Τούρκοι για μην παιδεύεστε μην έρχεστε σιμά μου | |
σέρνω φουσέκια 'ς την ποδιά και βόλια 'ς τοις μπαλάσκαις | |
Κόρη για ρηξε τάρματα γλύτωσε τη ζωή σου | |
Τι λέτε μωρ' παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια | |
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη η αδελφή του Γιάννη | |
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια | |
Πως λάμπει ο ήλιος ‘ς τα βουνά 'ς τους κάμπους το φεγγάρι | |
έτσι έλαμπε κ’ η Λιάκαινα 'ς τα τούρκικα τα χέρια | |
Πέντε Αρβανίταις την κρατούν και δέκα την ξετάζουν | |
Κ’ ένα μικρό μπεόπουλο κρυφά την κουβεντιάζει | |
Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι δεν παίρνεις Τούρκον άντρα | |
να σ’ αρματώση 'ς το φλωρί μεσ’ 'ς το μαργαριτάρι | |
Κάλλιο να ιδώ το αίμα μου τη γης να κοκκινήση | |
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήση | |
Κι’ ο Λιάκος την αγνάντεψε ναπό ψηλή ραχούλα | |
κοντοκρατεί το μαύρο του στέκει και τον ξετάζει | |
Δύνεσαι μαύρε μ' δύνεσαι να βγάλης την κυρά σου | |
Δύνομαι αφέντη μ’ δύνομαι να βγάλω την κυρά μου | |
Να μ’ αυγατίσης την ταή σαρανταπέντε χούφταις | |
να μ’ αυγατίσης το κρασί σαρανταπέντε κούπαις | |
να δέσης το κεφάλι σου με δεκοχτώ μαντήλια | |
να δέσης τη μεσούλα σου μαζί με τη δική μου | |
Βιτσιά δίνει τ’ αλόγου του ‘ς τη μέση γιουρουστάει | |
και πάησε και την άδραξε ‘ς το σπίτι του την πάει | |
Ο Κωσταντής ο ομορφονιός ο μικροκωσταντϊνος | |
μια μέρα θέλησε να βγη να λαγοκυνηγήση | |
και διάβαινε καμαρωτός απ' την πλατειά τη ρούγα | |
Εκεί είδε τη Λιογέννητη με τετρακόσιαις σκλάβαις | |
Σε κρεμεζιά τριανταφυλλιά ήταν ακουμπισμένη | |
κ' είχε τα φρύδια τορνευτά τα μάτια σα ζαφείρι | |
και 'ς το μικρό το δάχτυλο είχε το δαχτυλίδι | |
καλλιά λαμπε το δάχτυλο παρά το δαχτυλίδι | |
Ωσάν την είδ' ο Κωσταντής αφήνει το κυνήγι | |
Κινάει να πάη 'ς το σπίτι του σα μήλο μαραμμένος | |
Χωρίς θέρμη θερμάθηκε χωρίς οριόν ερριάστη | |
δίχως τον πονοκέφαλο έπεσε 'ς το κρεβάτι | |
Μάννα ψυχή μάννα καρδιά μάννα και το κεφάλι | |
Μάννα θολά είναι τα βουνά και θαμπερό το σπίτι | |
Γιε μου καλά είναι τα βουνά και λαμπερό το σπίτι | |
μα συ κορίτσι ναγαπάς κ' εκείνη δεν το ξέρει | |
Μάννα την κόρη που είδα γω άλλος να μη την πάρη | |
Στείλε να κράξης άρχοντες και μητροπολιτάδες | |
να παν να κάμουν προξενειά γυναίκα να την πάρω | |
Στέλνει τρακόσιους άρχοντες και μητροπολιτάδες | |
στέλνει τον άρχοντα Φωκά στέλνει το Νικηφόρο | |
στέλνει τον Πετροτράχηλο που τρέμει η γης κι' ο κόσμος | |
Εχτύπησαν οι άρχοντες την αργυρή την πόρτα | |
Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας | |
Ημείς είμεστε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες | |
ο Κωσταντής μας έστειλε δυο λόγια να σου πούμε | |
Ανοίξετε 'ς τους άρχοντες 'ς τους μητροπολιτάδες | |
Φέρτε τρακόσια στρώματα φέρτε τρακόσια πεύκια | |
για να καθίσουν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες | |
φέρτε Μονεβασιά κρασί να πιουν οι αντρειωμένοι | |
Εμπαίνουν τότε οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες | |
και την ευρίσκουν κ' έπλεγε τ' ολόχρυσο γάϊτάνι | |
Καθώς τους είδε η λυγερή επροσηκώθηκέ τους | |
Καλώς ήρθαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες | |
φάτε και πιέτε γέροντες κ' εγώ 'ς τον ορισμό σας | |
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε | |
Προξενητάδες είμαστε κ' ήρθαμε να σου ποΰμε | |
ο Κωσταντής μας έστειλε τόμορφο παλληκάρι | |
αν είναι θέλημα θεού γυναίκα να σε πάρη | |
Σαν τ' άκουσε η Λιογέννητη νεχτύπησε τα γέλοια | |
Για πήτε του του Κωσταντή του μοσκαναθρεμμένου | |
δε θέλω τον δεν χρήζω τον δεν καταδέχομαί τον | |
Σαν έρθη η μάννα μ' απ' τη γης κι' ο κύρης μ' απ' τον άδη | |
τα δυο μ' αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο | |
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση | |
χρυσάγανο χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο | |
και με τ' άργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν | |
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι | |
μηδέ και τάχυρο βραχή μηδέ και το σιτάρι | |
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη | |
τότε κ' εγώ τον Κωσταντή θα τόνε πάρω γι' άντρα | |
και πάλι ναί και πάλι όχι και πάλι σα μου δόξη | |
Σάν ηκουσαν οι άρχοντες κ' οι μητροπολιτάδες | |
τους κακοφάνηκε πολύ κ' έσκυψαν το κεφάλι | |
Κι' αυτή τότε τους έδωκε τ' ολόχρυσο γαϊτάνι | |
Όρίστε την πλεξίδα μου τον εδικό σας κόπο | |
Εκίνησαν κ' επήγαιναν πικροί και μαραμμένοι | |
κι' ο Κωσταντής καρτέρειγε 'ς την αργυρή του πόρτα | |
Καλώς ήρθαν οι άρχοντες με τα καλά τα λόγια | |
Κακώς ήρθαν οι άρχοντες με τα κακά τα λόγια | |
Δε θέλει σε δε χρήζει σε δε καταδέχεταί σε | |
Σαν έρθη η μάννα τς απ' τη γης κι' ο κύρης απ' τον άδη | |
τα δυο τς αδέρφια τα καλά από τον Κάτω κόσμο | |
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίση | |
χρυσάγανο χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο | |
και με ταργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν | |
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ' αλώνι | |
μηδέ και τάχυρο βραχή μηδέ και το σιτάρι | |
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρη | |
τότε κι' αυτή τον Κωνσταντή θα τόνε πάρη γι' άντρα | |
και πάλι ναι και πάλι όχι και πάλι σαν της δόξη | |
Ό Κωσταντής σαν τ άκουσε μέγας καϊμός τον πήρε | |
και ζήτησε και τόδωκαν τ' ολόχρυσο γαϊτάνι | |
Πήγε να βρη τοις μάγισσαις που ξέρουν από μάγια | |
Ωσάν τον είδε κ' έρχονταν της μάγισσας η κόρη | |
Μάννα μ' ο νιος οπ' έρχεται του κάμπου καβαλλάρης | |
παίρνουν τα ρούχα του δροσιά και τα λυχνά του πάχνη | |
'παίρνουν τα πασουμάκια του ανθούς από τα δέντρα | |
κι' ο γύρος του προσώπου του για κόρη είναι θλιμμένος | |
'Σ τα μάγια γω γεννήθηκα 'ς τα μάγια θα πεθάνω | |
κ' εγώ δεν τόνε γνώρισα και συ τόνε γνωρίζεις | |
Καλή σου μέρα μάγισσα με την καλή σου κόρη | |
Δεν έχεις μάγια της καρδιάς και μάγια της αγάπης | |
να κάμης τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά μου | |
Αν έχης πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της | |
θα κάμω τη Λιογέννητη να ρθή 'ς την αγκαλιά σου | |
Εγώ χω πράμα τς αρεσιάς και πράμα του χεριού της | |
εγώ χω την πλεξίδα της τ' ολόχρυσο γαϊτάνι | |
Σύρε άνοιξε την πόρτα σου και δέσε τα θηριά σου | |
και κάθου και καρτερεί την να ρθή 'ς την αγκαλιά σου | |
Και βγάνει από τον κόρφο της τρία μήλα μαραμμένα | |
Το να ρήξε 'ς το τρίστρατο να πάψουν οι διαβάταις | |
τάλλο ρήξε 'ς τον ποταμό να πάψουν τα ποτάμια | |
το τρίτο ρήξ' 'ς τη λυγερή να ρθή γυρεύοντας σε | |
Το νά ρηξε 'ς το τρίστρατο και πάψαν οι διαβάταις | |
τάλλό ρηξε 'ς τον ποταμό και πάψαν τα ποτάμια | |
το τρίτο το φαρμακερό 'ς της λυγερής τς αγκάλαις | |
Ως τό είδε η κόρη εσβήστηκε ως το είδε δαιμονίστη | |
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα τη σκότισαν τα μάγια | |
Μώρ' βάγιαις μου μώρ' ντάνταις μου μώρ' σκλάβαις του πατρός μου | |
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες | |
τι εσήμανε η Παντάνασσα να πά' να προσκυνήσω | |
Κυρά ταρνίθια δε λαλούν καμπάναις δε σημαίνουν | |
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει | |
Μπα του πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη | |
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι | |
Μια δούλα δεν την άφηκε κι' από κοντά της πήγε | |
Σαν έφτακε σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο | |
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη | |
Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι | |
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους | |
ξεσκούφωτη ξυπόλητη και ξεμαλλοπλεμένη | |
Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι | |
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους | |
ξεσκούφωτη ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη | |
Θέ μου κι' αν είμαι καθαρή κι' αν είμ' εγώ παρθένο | |
άστραψε και μπουμπούνιξε να χαλαστοϋν τα μάγια | |
Άστραψε και μπουμπούνιξε χαλάστηκαν τα μάγια | |
Ο Κωοταντής ολονυχτίς καρτέρειγε 'ς το σπίτι | |
κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα το μαϋρο του σελλώνει | |
Ανάθεμα σε μάγισσα που μάγια δε γνωρίζεις | |
Σαν είν' η κόρη καθαρή τα μάγια τί σου φταίνε | |
Σύρε ξουρίσου φράγκικα και ντύσου 'ς τα γυναίκεια | |
γυναίκεια και χαιρέτησε κατά την ώρα που είναι | |
και πες Είμ' η ξαδέρφη σου από τον Άη Δονάτο | |
όπου πλουμί δεν ήξερα κ' ήρθα πλουμί να μάθω | |
Ξουρίστηκε 'ς τα φράγκικα και ντύθηκε γυναίκεια | |
κ' εχτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας | |
Ποιος χτύπησε 'ς την αργυρή πόρτα της μαυρομάτας | |
Εγώ είμαι η ξαδέρφη σου από τον Άη Δονάτο | |
οπού πλουμί δεν ήξερα κ' ήρθα πλουμί να μάθω | |
Καλώς ήρθ' η ξαδέρφη μου μα γώ δε σε γνωρίζω | |
και πούθεν είν' ο τόπος σου και πούθεν η γενιά μας | |
Αλάργα είν' ο τόπος μου κι' από κοντά η γενιά μας | |
κ' εμείς εξεμακρύναμε κ' εχάθηκε η γενιά μας | |
κ' εδώ με στέλνει η μάννα μου πλουμίδια να με μάθης | |
Μετά χαράς ξαδέρφη μου πλουμίδια να σε μάθω | |
πλουμίδια και κεντίσματα κι' απ' ότι θέλει ο νους μου | |
Μετά χαράς ξαδέλφη μου πλουμίδια να σε μάθω | |
πλουμίδια και κεντίσματα κι' ότι θέλει ο νους σου | |
Σάν άρχισε και νύχτωνε πήρε να σκοτεινιάση | |
ο Κωσταντής σηκώθηκε τάχα πως θε να φύγη | |
Ενύχτωσε κ' έβράδιασε πήρε να σκοτεινιάση | |
πάν τα θηριά 'ς τοις κοίταις τους ταηδόνια 'ς τοις φωλιαίς τους | |
κ' εγώ το ξένο κ' έρημο απόψε που να μείνω | |
Μην πλήσσης αξαδέρφη μου και μένεις με τοις σκλάβαις | |
Εγώ του βασιλιώς παιδί του βασιλιώς αγγόνι | |
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις σκλάβαις | |
Μην πλήσσης αξαδέρφη μου και μένεις με τοις δούλαις | |
Εγώ του βασιλιώς παιδί του βασιλιώς αγγόνι | |
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις δούλαις | |
Μην πλήσσης αξαδέρφη μου και μένεις με τοις ντάνταις | |
Εγώ του βασιλιώς παιδί του βασιλιώς αγγόνι | |
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις ντάνταις | |
Μην πλήσσης αξαδέρφη μου και μένεις με τοις βάγιαις | |
Εγώ του βασιλιώς παιδί του βασιλιώς αγγόνι | |
και τώρα με κατάντησες να μείνω με τοις βάγιαις | |
Μην πλήσσης αξαδέρφη μου και μένομε τα δυο μας | |
Ανάψτε βάγιαις τα κηριά μουνούχοι τοις λαμπάδες | |
και στρώσετε την κλίνη μου τη λινομέταξή μου | |
Βάλετε στρώμα ναργυρό στρώμα μαλαματένιο | |
βάλετε τα παπλώματα τα υφάναν Ανεράδες | |
και τα υφαδιοπλουμίσασι του Δράκοντα οι κύραις | |
και στρώστε πάτους βασιλκό και πάτους μαντζουράνα | |
και πάτους δεντρολίβανο να κοιμηθούμε αντάμα | |
Ολονυχτίς κοιμούντανε σαν δυο γλυκά αδερφάκια | |
και προς τα ξημερώματα σαν τάγρια πουλάκια | |
Σαν έφεξε ξημέρωσε σαν ήρθε η άλλη η νύχτα | |
Μάννα άνοιξε τοις πόρταις σου και δέσε τα θηριά σου | |
γιατί θε νά ρθη η νύφη σου θε νά ρθη η μαυρομάτα | |
Ολίγος ύπνος μ' έπιασε και πάω για να πλαγιάσω | |
κι' όντας θε νά ρθη η νύφη σου να ρθής να με ξυπνήσης | |
Σύρε παιδί μου πλάγιασε κ' εγώ θα καρτερέσω | |
κι' όντας θε να ρθη η νύφη μου θα ρθώ να σε ξυπνήσω | |
Κ' εκείνη η σκύλα η άνομη δεν έκαμε όπως είπε | |
μόν' έκλεισε την πόρτα της κ' έλυσε τα θεριά της | |
κ' έβαλε ομπρός 'ς τη ρούγα της γούρνα φαρμακωμένη | |
Επλάγιασε η Λιογέννητη 'ς τη αργυρή της κλίνη | |
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα τη σκότισαν τα μάγια | |
Μώρ' βάγιαις μου μώρ' ντάνταις μου μώρ' σκλάβαις του πατρός μου | |
ανάψτε πράσινα κηριά και κόκκιναις λαμπάδες | |
τι εσήμανε η Παντάνασσα να πάω να προσκυνήσω | |
Κυρά ταρνίθια δε λαλούν καμπάναις δε σημαίνουν | |
κ' η εδική σου η εκκλησιά νε ψέλλει νε σημαίνει | |
Μπα τους πατρός μου το ψωμί 'ς τα μάτια να σας πιάκη | |
Κ' έτσι εσηκώθη μοναχή κ' εβήκε 'ς το σκοτάδι | |
Μια δούλα δε την άφηκε κι' από κοντά της πήγε | |
Σαν έφτακε σα ζύγωσε 'ς τη μέση από το δρόμο | |
εκεί της ήρθε ολίγο ο νους κι' αρχίνησε να λέη | |
Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μερημέρι | |
ποιος είδε τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους | |
ξεσκούφωτη ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη | |
Εγώ είδα νήλιο από βραδύς κι' άστρι το μεσημέρι | |
εγώ είδα τη Λιογέννητη να περπατή 'ς τους δρόμους | |
ξεσκούφωτη ξυπόλυτη και ξεμαλλοπλεμένη | |
Θε μου κι' αν είμαι καθαρή κι' αν είμ' εγώ παρθένο | |
άστραψε και μπουμπούνιξε να χαλαστοϋν τα μάγια | |
Δεν άστραψε δε βρόντηξε δε χάθηκαν τα μάγια | |
Κι' αρχίνησε κ' εχτύπαγε του Κωσταντή την πόρτα | |
Άνοιξε μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι | |
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου κ' ήρθα κατά τ' εσένα | |
Ροκάνισε το σίδερο σα σκύλα τη μαγγούρα | |
και πιε νερό της γούρνας μου κ' ύστερα να σ' ανοίξω | |
Άνοιξε μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι | |
μ' έβούρλισαν τα μάγια σου κ' ήρθα κατά τ' εσένα | |
Ροκάνισε το σίδερο σα σκύλα τη μαγγούρα | |
και πιε νερό της γούρνας μου κ' ύστερα να σ' ανοίξω | |
Άνοιξε μάγισσας παιδί και μάγισσας αγγόνι | |
μ' εβούρλισαν τα μάγια σου κ' ήρθα κατά τ' εσένα | |
Ροκάνισε το σίδερο σα σκύλα τη μαγγούρα | |
και πιέ νερό της γούρνας μου κ' υστέρα να σ' ανοίξω | |
Ροκάνισε το σίδερο σα σκύλα τη μαγγούρα | |
κ' έπιε της γούρνας το νερό κ' έσκασε σαν το ψάρι | |
Κι' αυτού 'ς τα ξημερώματα ο Κωσταντής ξυπνάει | |
Μάννα δεν ήρθε η νύφη σου δεν ήρθε η μαυρομάτα | |
Γιε μου δεν ήρθε η νύφη μου δεν ήρθε η μαυρομάτα | |
Σαν εκατέβη ο Κωσταντής σαν άνοιξε την πόρτα | |
σαν είδε τη Λιογέννητη 'ς το δρόμο ξαπλωμένη | |
ψιλή φωνίτσα νέβγαλε ψιλή φωνίτσα βγάζει | |
Σαν ήθελες μαννούλα μου νά χης και γιο και νύφη | |
όντας σου πρωτοχτύπησε ας είχες της ανοίξη | |
Χρυσό μαχαίρι νέβγαλε απ' αργυρό φηκάρι | |
'ς τον ουρανό το πέταξε μέσ' 'ς την καρδιά του πάει | |
Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφταις | |
ολονυχτίς κουρσεύανε και την αυγή κοιμώνται | |
κοιμώνται 'ς τα ψηλά βουνά και 'ς τους παχιούς τους ήσκιους | |
Είχαν αρνιά και ψένανε κριάρια σουβλισμένα | |
είχαν κ' ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι | |
είχαν και σκλάβα νέμορφη και τους κερνάει και πίνουν | |
Κέρνα μας σκλάβα κέρνα μας γεμάτα τα ποτήρια | |
και κείνονε νοπού αγαπάς για διπλοκέρασέ τον | |
και 'ς το δικό μου το γυαλί ρήξε σπειρί φαρμάκι | |
για ναν το πίνω βράδυ αυγή αυγή και μεσημέρι | |
να κατακάτση ο σεβντάς σεβντάς πού ‘χω για σένα | |
Της νύχτας οι αρματωλοί και της αυγής οι κλέφταις | |
ολονυχτίς κουρσεύανε και ταις αυγαίς κοιμώνται | |
Κοιμώνται 'ς τα δασά κλαριά και 'ς τους παχιούς τους ήσκιους | |
Είχαν αρνιά και ψήνανε κριάρια σουβλισμένα | |
μα είχαν κ' ένα γλυκό κρασί που πίν' τα παλληκάρια | |
Κ’ ένας τον άλλον έλεγαν κ' ένας τον άλλον λέει | |
Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε | |
δεν κάνουμε κ’ ένα καλό καλό για την ψυχήν μας | |
ο κόσμος φκειάνουν εκκλησιαίς φκειάνουν και μοναστήρια | |
να πάμε να φυλάξουμε 'ς της Τρίχας το γεφύρι | |
που θα πέραση ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους | |
να κόψουμε τους άλυσους να βγουν οι σκλαβωμένοι | |
να βγη της χήρας το παιδί π' άλλο παίδι δεν έχει | |
π' αυτή το χει μονάκριβο 'ς τον κόσμο ξακουσμένο | |
Μαύρο πουλάκι πόρχεσαι από τ' αντίκρυ μέρη | |
πες μου τί κλάψαις θλιβεραίς τι μαύρα μοιρολόγια | |
από την Πάργα βγαίνουνε που τα βουνά ραγίζουν | |
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει | |
Δεν την επλάκωσε Τουρκιά πόλεμος δεν την καίει | |
Τους Παργινούς επούλησαν σα γίδια σα γελάδια | |
κι' όλοι 'ς την ξενιτειά θα παν να ζήσουν οι καϊμένοι | |
Τραυούν γυναίκες τα μαλλιά δέρνουν τάσπρα τους στήθια μοιριολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια | |
παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν ταις εκκλησιαίς τους | |
Βλέπεις εκείνη τη φωτιά μαύρο καπνό που βγάνει | |
Εκεί καίγονται κόκκαλα κόκκαλα αντρειωμένων | |
που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζίρη κάψαν | |
Εκεί ναι κόκκαλα γονιού που το παίδι τα καίει | |
να μην τα βρούνε οι Λιάπηδες Τούρκοι μην τα πατήσουν | |
Ακούς το θρήνο τον πολύν οπού βογγούν τα δάση | |
και το δαρμό πού γίνεται τα μαύρα μοιρολόγια | |
Είναι π' αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα | |
φιλούν τοις πέτραις και τη γη κι' ασπάζονται το χώμα | |
Τρία πουλιά απ' την Πρέβεζα διαβήκανε 'ς την Πάργα | |
τό να κυττάει την ξενιτειά τάλλο τον Άη Γιαννάκη | |
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και λέει | |
Πάργα Τουρκιά σε πλάκωσε Τουρκιά σε τριγυρίζει | |
Δεν έρχεται για πόλεμο με προδοσιά σε παίρνει | |
Βεζίρης δε σ' ενίκησε με τα πολλά τασκέρια | |
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το Παργινό τουφέκι | |
κ' οι Λιάπηδες δεν ήθελαν νά ρτουν να πολεμήσουν | |
Είχες λεβένταις σα θεριά γυναίκες αντρειωμέναις | |
πότρωγαν βόλια για ψωμί μπαρούτι για προσφάγι | |
Τάσπρα πουλήσαν το Χριστό τάσπρα πουλούν και σένα | |
Πάρτε μαννάδες τα παιδιά παπάδες τους αγίους Άστε λεβένταις τάρματα κι' αφήστε το τουφέκι | |
σκάψτε πλατιά σκάψτε βαθιά όλα σας τα κιβούρια | |
και ταντρειωμένα κόκκαλα ξεθάψτε του γονιού σας | |
Τούρκους δεν επροσκύνησαν Τούρκοι μην τα πατήσουν | |
Ταηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης | |
κλαίγουν αργά κλαίγουν ταχιά κλαίγουν το μεσημέρι | |
κλαίγουν την Αντριανόπολη την πολυκρουσεμένη | |
οπού τήνε κρουσέψανε τοις τρεις γιορταίς του χρόνου | |
του Χριστουγέννου για κηρί και του Βαγιού για βάγια | |
και της Λαμπρής την Κυριακή για το Χριστός ανέστη | |
Μέσ' 'ς τ' άη Γιωργιού τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι | |
το πανηγύρι ήταν πολύ κι' ο τόπος ήταν λίγος | |
δώδεκα δίπλαις ο χορός κ' έξηνταδυό τραπέζια | |
και χίλια ψένονται σφαχτά 'ς όλο το πανηγύρι | |
Κ' οι γέροντες παρακαλούν τάζουν 'ς τον άη Γιώργη | |
ο Τσαμαδός να μην ερθή χαλάει το πανηγύρι | |
Ακόμα ο λόγος έστεκε κι' ο Τσαμαδός εφάνη | |
που ροβολάει οχ το βουνό κατά το πανηγύρι | |
Πατεί και σειέται το βουνό κράζει κι' αχάν οι λόγγοι | |
κ' εκράταγε 'ς τον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο | |
και απάνου 'ς τα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα | |
Ώρα καλή σας γέροντες Καλό 'ς το παλληκάρι | |
Ποιος έχει αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια | |
για να βγη να παλέψουμε 'ς το μαρμαρένιο αλώνι | |
Κανείς δεν αποκρίθηκε απ' τους πανηγυριώταις | |
της χήρας γιος εφώναξε της χήρας ο αντρειωμένος | |
Εγώ χω αστήθι μάρμαρο και χέρια σιδερένια | |
για νά βγω να παλέψουμε 'ς το μαρμαρένιο αλώνι | |
Βγαίνουν κ' οι δυο με τα σπαθιά και πάνε να παλέψουν | |
Εκεί που επάτειε ο Τσαμαδός εβούλιαζε τ' αλώνι | |
κ' εκεί που επάτειε το παίδι εβούλιαζε κ' έβύθα | |
Εκεί που βάρειε ό Τσαμαδός το γαίμα πάει ποτάμι | |
κ' εκεί που χτύπαε το παιδί τα κόκκαλα τσακίζει | |
Κοντοκαρτέρει βρε παιδί κάτι να σε ρωτήσω | |
Ποια σκύλα μάννα σ' έκαμε κι' ο κύρης σου ποιος ήταν | |
Η μάννα μου όταν χήρεψε δεν μ' είχε γεννημένον | |
κι ώμοιασα του πατέρα μου και θα τον απεράσω | |
Από το χέρι τον αρπά 'ς της μάννας του να πάνε | |
Από μακριά τους εθωρεί κ' ετοίμασε τραπέζι | |
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν η χήρα τους κερνούσε | |
κρασί κερνάει τον Τσαμαδό φαρμάκι το παιδί της | |
Μαννούλα μ' εφαρμάκωσες απ' το θεό να το βρης | |
Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά παρηγοριά δεν έχουν | |
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα δεν κλαίνε για τα χιόνια | |
η κλεφτουριά τ' αρνήθηκε και ροβολάει 'ς τους κάμπους | |
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας κ’ η Λιάκουρα της Γκιώνας | |
Βουνίμ' που σαι ψηλότερα και πιο ψηλά αγναντεύεις | |
πού να ναι τι να γίνηκαν οι κλέφταις οι Ανδριτζαίοι | |
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά να ρήνουν 'ς το σημάδι | |
σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια | |
Τι να σου πω μωρέ βουνί τι να σου πω βουνάκι | |
τη λεβεντιά τη χαίρονται οι ψωριασμένοι κάμποι | |
Στους κάμπους ψένουν τα σφαχτά και ρήνουν 'ς το σημάδι | |
τους κάμπους τους στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια | |
Κ' η Λιάκουρα σαν τ' άκουσε βαριά της κακοφάνη | |
Τηράει ζερβά τηράει δεξιά τηράει κατά τη Σκάλα | |
Βρε κάμπε αρρωστιάρικε βρε κάμπε μαραζάρη | |
με τη δική μου λεβεντιά να στολιστής γυρεύεις | |
Για βγάλε τα στολίδια μου δώ μου τη λεβεντιά μου | |
μη λειώσω ούλα τα χιόνια μου και θάλασσα σε κάμω | |
Τρία πλάτανα τα τρία αράδα αράδα | |
κ' ένας πλάτανος παχύν ήσκιον οπόχει | |
'Σ τα κλωνάρια του σπαθιά ναι κρεμασμένα | |
και 'ς τη ρίζα του τουφέκια ακουμπισμένα | |
κι' αποκάτω του ο Βαρλάμης ξαπλωμένος | |
Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνης νοικοκύρης | |
για ν' αποχτήσης πρόβατα ζευγάρια κι' αγελάδες | |
χωριά κι' αμπελοχώραφα κοπέλια να δουλεύουν | |
Μάννα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης | |
να κάμω αμπελοχώραφα κοπέλια να δουλεύουν | |
και να μαι σκλάβος των Τουρκών κοπέλι 'ς τους γερόντους | |
Φέρε μου ταλαφρό σπαθί και το βαριό τουφέκι | |
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά 'ς τα κορφοβούνια | |
να πάρω δίπλα τα βουνά να περπατήσω λόγκους | |
να βρω λημέρια των κλεφτών γιατάκια καπετάνων | |
και να σουρίξω κλέφτικα να σμίξω τους συντρόφους | |
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίταις | |
Πουρνό φιλεί τη μάννα του πουρνό ξεπροβοδειέται | |
Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς λαγκάδια με τοις πάχναις | |
Καλό 'ς το τάξιο το παιδί και τάξιο παλληκάρι | |
Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα | |
το να τηράει τη Λιάκουρα και τάλλο την Κωστάρτσα | |
το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάταις | |
Διαβάταις πού διαβαίνετε στρατιώταις πού περνάτε | |
μην είδετε τς αρματωλούς και το Βλαχοθανάση | |
που γέρασεν αρματωλός 'ς τους κλέφταις καπετάνιος | |
Εμείς προψές τον είδαμε 'ς τον Έπαχτον απόξω | |
δυο μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες | |
Ανδρούτσο τί κλειστήκαμε σα νά μαστε γυναίκες | |
Το γιαταγάνι τραύηξε κ’ ένα γιουρούσι κάνει | |
Του πέφτουν βόλια σα βροχή κανόνια σα χαλάζι | |
Τρεις μπάλαις του ερρήξανε πικραίς φαρμακωμέναις | |
Ή μια τον πήρε 'ς το λαιμό η άλλη μέσ' 'ς το χέρι | |
Κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε 'ς το κεφάλι | |
Κόψτε μου το κεφάλι μου νά χετε την ευχή μου | |
Κι' ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή πικρή φαρμακωμένη | |
Παιδιά τραυάτε τα σπαθιά κι' αφήτε το ντουφέκι | |
να μη μας πάρη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι | |
που γέρασεν αρματωλός 'ς τους κλέφταις καπετάνιος | |
Βλάχο καλά καθόσουνε ψηλά 'ς τη Βουνιχώρα | |
θυμήθηκες τα νιάτα σου κ' επήρ' ο νους σ' αγέρα | |
και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι | |
Το σεργιανάνε 'ς τα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι | |
‘ς τα Σάλωνα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε | |
Μαύρο καράβ' αρμένιζ 'ς τα μερη της Κασάντρας | |
Μαύρα παννιά το σκέπαζαν και τουρανού σημαία | |
Κι’ ομπρός κορβέττα μ' άλικη σημαία του προβγαίνει | |
Μάινα φωνάζει τα παννιά ρήξε τοις γάμπιαις κάτου | |
Δεν τα μαϊνάρω τα παννιά κι' ουδέ τα ρήχνω κάτω | |
Μη με θαρρείτε νιόνυφη νύφη να προσκυνήσω | |
Εγώ είμαι ο Γιάννης του Σταθά γαμπρός του Μπουκουβάλα | |
Τράκο λεβένταις δώσετε απίστους μη φοβάστε | |
Κ' οι Τούρκοι βόλτα έρρηξαν κ' εγύρισαν την πλώρη | |
Πρώτος ο Γιάννης πέταξε με το σπαθί 'ς το χέρι | |
'Σ τα μπούνια τρέχουν αίματα το πέλαο κοκκινίζει | |
κι' αλλά αλλάχ οι άπιστοι κράζοντας προσκυνούνε | |
Τρία πουλάκια κάθουνταν 'ς της Παναγιάς τον πύργο | |
τα τρία αράδα νέκλαιαν πικρά μοιριολογούσαν | |
Τι συλλογειέσαι Γιώτη μου τι βάνεις με το νου σου | |
τόπος δεν είναι για κλεφτιά κι' ουδέ γι’ αρματωλίκι | |
τι τα ντερβένια τούρκεψαν τα πήραν οι Αρβανίταις | |
Κι’ αν τα ντερβένια τούρκεψαν κι αρματωλοί δεν είναι | |
ο Γιώτης είναι ζωντανός τους Τούρκους δε φοβάται | |
Παρακαλέστε το θεό και τους αγίους όλους | |
να γιατρευτή το χέρι μου να πιάσω το σπαθί μου | |
να πάρω δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια | |
να πιάσω αγάδες ζωντανούς και Τούρκους κι' Αρβανίταις | |
να φέρουν τάσπρα 'ς την ποδιά και τα φλωριά 'ς τον κόρφο | |
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά 'ς τη Χαλκουμάτα | |
το να τηράει τη Λιβαδιά και τάλλο το Ζιτούνι | |
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει | |
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε μαύρη σαν καλιακούδα | |
Μην ο Καλύβας έρχεται μην ο Λεβεντογιάννης | |
Νούδ' ο Καλύβας έρχεται νούδ' ο Λεβεντογιάννης | |
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες | |
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνη | |
Ψιλή φωνή νεσήκωσε τον πρώτο του φωνάζει | |
Τον ταϊφά μου σύναξε μάσε τα παλληκάρια | |
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τοις χούφταις | |
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω 'ς την Αλαμάνα | |
που ναι ταμπούρια δυνατά κι’ όμορφα μετερίζια | |
Παίρνουνε ταλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια | |
'ς την Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια | |
Καρδιά παιδιά μου φώναξε παιδιά μη φοβηθητε | |
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε | |
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ' ένα κομμάτι αντάρα | |
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα | |
Έμεινε ο Διάκος 'ς τη φωτιά με δεκοχτώ λεβένταις | |
Τρεις ώραις επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες | |
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι' ανάψαν τα τουφέκια | |
κι' ο Διάκος εξεσπάθωσε και ‘ς τη φωτιά χουμάει | |
ξήντα ταμπούρια χάλασε κ' εφτά μπουλουκμπασίδες | |
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τη χούφτα | |
και ζωντανό τον έπιασαν και 'ς τον πασά τον πάνουν | |
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι | |
Κι’ ο Ομέρ Βρυόνης μυστικά 'ς το δρόμο τον ερώτα | |
Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου την πίστη σου ν' άλλαξης | |
να προσκυνήσης 'ς το τζαμί την εκκλησιά ν' αφήσης | |
Κ' εκείνος τ' αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι | |
Πάτε και σεις κ' η πίστη σας μουρτάταις να χαθήτε | |
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω | |
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες | |
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε | |
όσο να φτάση ο Οδυσσεύς και ό Θανάσης Βάγιας | |
Σαν τ' άκουσε ο Χαλίλ μπέης αφρίζει και φωνάζει | |
Χίλια πουγγιά σας δίνω γω κι' ακόμα πεντακόσια | |
το Διάκο να χαλάσετε το φοβερό τον κλέφτη | |
γιατί θα σβήση την Τουρκιά κι' όλο μας το ντοβλέτι | |
Το Διάκο τότε παίρνουνε και 'ς το σουβλίι τον βάζουν | |
ολόρτο τον εστήσανε κι' αυτός χαμογελούσε | |
την πίστη τους τους ύβριζε τους έλεγε μουρτάταις | |
Σκυλιά κι' α με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη | |
Ας είν' ο Όδυσσεύς καλά κι' ο καπετάν Νικήτας | |
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι' όλο σας το ντοβλέτι | |
Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι’ αέρα του πελάγου | |
να πας τα χαιρετίσματα 'ς του Δράμαλη τη μάννα | |
Της ‘Ρούμελης οι μπέηδες του Δράμαλη οι αγάδες | |
'ς το Δερβενάκι κείτονται 'ς το χώμα ξαπλωμένοι | |
Στρώμά χουνε τη μαύρη γης προσκέφαλο λιθάρια | |
και γι' απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη | |
Κ’ ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε | |
Πουλί πώς πάει ο πόλεμος το κλέφτικο ντουφέκι | |
Μπροστά πάει ο Νικηταράς πίσω ο Κολοκοτρώνης | |
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά 'ς τα χέρια | |
Γράμματα πάνε κ' έρχονται 'ς των μπέηδων τα σπίτια | |
Κλαίνε ταχούρια γι' άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους | |
κλαίνε μαννούλαις για παιδιά γυναίκες για τους άντρες | |
Θέλετε δέντρ' ανθήσετε θέλετε μαραθήτε | |
'ς τον ήσκιο σας δεν κάθομαι μήτε και 'ς τη δροσιά σας | |
μόν' καρτερώ την άνοιξη τόμορφο καλοκαίρι | |
να μπουμπουκιάση το κλαρί ν' ανοίξη το ροδάμι | |
να βγω ψηλά 'ς τον Αρμυρό ψηλά 'ς την Παλιοβούνα | |
για να σιουρίξω κλέφτικα να μάσω τα μπουλούκια | |
Μπουλούκια πούθε βρίσκεστε όλα να μαζωχτήτε | |
τι εβγήκε ο Σούφης το σκυλί και κυνηγάει τους κλέφταις | |
Σέρνει τσεκούρια 'ς τάλογα τσεκούρια 'ς τα μουλάρια | |
για να τσακίζη γόνατα για να τσακίζει χέρια | |
Κι’ όσοι κλέφτες τ' ακούσανε πάνε να προσκυνήσουν | |
Ο Ζαχαράκης μοναχά δεν πάει να προσκυνήση | |
Ράχη σε ράχη περπατεί λημέρι σε λημέρι | |
Εγώ ραγιάς δε γίνουμαι Τούρκους δεν προσκυνάω | |
Ελάτε παλληκάρια μου όλοι να συναχτήτε | |
τι έχω να κάμω πόλεμο μ’ αυτόν το Σουφ αράπη | |
να δείξουμε τη λεβεντιά και την παλληκαριά μας | |
να ιδή ντουφέκι κλέφτικο τα βόλια μας πού πέφτουν | |
να μη περνά να τυραγνά αδύνατους ραγιάδες | |
Όσα κάστρα κι' αν είδα και περπάτησα | |
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα | |
Κάστρο θεμελιωμένο κάστρο ξακουστό | |
σαράντα οργυαίς του ψήλου δώδεκα πλατύ | |
μολύβι σκεπασμένο μαρμαροχυτό | |
με πόρτες ατσαλένιαις κι' αργυρά κλειδιά | |
και του γιαλιοϋ η πόρτα στράφτει μάλαμα | |
Τούρκος το τρογυρίζει χρόνους δώδεκα | |
δεν μπορεί να το πάρη το ερημόκαστρο | |
Κι' ένα σκυλί τουρκάκι μιας 'Ρωμνιάς παιδί | |
'ς τον Αμιρά του πάει και τον προσκυνάει | |
Αφέντη μ' Αμιρά μου και σουλτάνε μου | |
αν πάρω γω το κάστρο τι είν' η ρόγα μου | |
Χίλια άσπρα την ημέρα κι' άλογο καλό | |
και δυο σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο | |
Ουδέ τάσπρα σου θέλω κι' ουδέ τα φλωριά | |
ουδέ και τάλογό σου κι' ουδέ τα σπαθιά | |
μόν' θέλω γώ τη κόρη πού ναι 'ς τα γυαλιά | |
Ωσάν το κάστρο πάρης χάρισμα κι' αυτή | |
Πράσινα ρούχα βγάζει ράσα φόρεσε | |
Τον πύργο πύργο πάει και γυροβολάει | |
'ς την πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί | |
Για άνοιξε άνοιξε πόρτα πόρτα της Ωριάς | |
πόρτα της μαυρομάτας της βασίλισσας | |
Φεύγα απ' αυτού βρε Τούρκε βρε σκυλότουρκε | |
Μα το σταυρό κυρά μου μα την Παναγιά | |
εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος | |
είμαι καλογεράκι απ' ασκηταριό | |
Δώδεκα χρόνους έχω οπ' ασκήτευα | |
χορτάρι εβοσκούσα σαν το πρόβατο | |
κ' ήρθα να πάρω λάδι για τοις εκκλησιαίς | |
Για ανοίξετέ μου νά μπω του βαρόμοιρου | |
Να ρήξουμε τσιγγέλια να σε πάρουμε | |
Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται | |
Να ρήξουμε το δίχτυ να σε πάρουμε | |
Είμαι από τη πείνα κι' άντραλίζουμαι | |
Γελάστηκε μια κόρη πάει τον άνοιξε | |
Όσο ν' ανοίξη η πόρτα χίλιοι εμπήκανε | |
κι' όσο να μισανοίξη γέμισ' η αυλή | |
κι' όσο να καλοκλείση η χώρα πάρθηκε | |
Όλοι χυθήκαν 'ς τάσπρα όλοι 'ς τα φλωριά | |
και κείνος εις την κόρη πού ναι 'ς τα γυαλιά | |
Κ' ή κόρη από τον πύργο κάτω πέταξε | |
μήτε σε πέτρα πέφτει μήτε σε κλαριά | |
παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε | |
Αυτού που πας μαύρο πουλί μαύρο μου χελιδόνι | |
να χαιρετάς την κλεφτουριά κι' αυτόν τον Κατσαντώνη | |
Πε του να κάνη φρόνιμα κι' όλο ταπεινωμένα | |
δεν ειν' ο περσινός καιρός να κανη όπως θέλει | |
φέτος το πήρε γκέντσιαγας το πήρε ο Βέλη Γκέκας | |
ζητάει κεφάλια κλέφτικα κεφάλια ξακουσμένα | |
Κι' ο Κατσαντώνης τό μαθε και το σπαθί του ζώνει | |
και παίρνει δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια | |
χαμπέρι στέλνει 'ς την Τουρκιά 'ς αυτόν το Βέλη Γκέκα | |
Όπου θα τά βρη τα παιδιά ας τά βρη κι' ας τα πάρη | |
Κι' ο Βέλη Γκέκας έτρωγε 'ς ενού παπά το σπίτι | |
Τρία κοράσια τον κερνούν κ' οι τρεις ξανθομαλλούσαις | |
η μια κερνάει με το γυαλί η άλλη με το κρουστάλλι | |
η τρίτη νη καλύτερη με τασημένιο τάσι | |
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν κ' εκεί που λακριντίζαν | |
μαύρα μαντάτα τού ρθανε από τον Κατσαντώνη | |
Να βγης Βέλη μου 'ς τ' Άγραφα να βγης ν' ανταμωθούμε | |
Κι' ο Βελή Γκέκας τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη | |
'ς τα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει | |
Που είσαι τσαούση ογλήγορε μάσε τα παλληκάρια | |
να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη | |
Κι' ο Κατσαντώνης πρόφτασε κακό καρτέρι του είχε | |
Κι' ο Βελή Γκέκας πάει μπροστά με εξ εφτά νομάτους | |
Πού πας Βέλη ντερβέναγα ριτσάλη του βεζίρη | |
'Σ εσέν' Αντώνη κερατά 'ς εσένα παλιοκλέφτη | |
Δεν είν' εδώ τα Γιάννινα δεν ειν' εδώ ραγιάδες | |
για ναν τους ψένης σαν τραγιά σαν τα παχιά κριάρια | |
εδώ ναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια | |
βαριά βροντούν πικρά βαρούν φαρμακερά πληγώνουν | |
Τρεις μπαταριαίς του ρήξανε τη μια μεριά 'ς την άλλη | |
η μια τον πήρε ξώδερμα η άλλη 'ς το κεφάλι | |
κ' η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε 'ς την καρδιά του | |
Το στόμα του αίμα γέμισε ταχείλι του φαρμάκι | |
κ' η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί τα παλληκάρια κράζει | |
Που είσαι τσαούση ογλήγορε έλα παρ’ τ’ άρματά μου | |
να μην τα πάρη η κλεφτουριά κι’ ο σκύλος Κατσαντώνης | |
Έχετε γεια ψηλά βουνά και δροσεραίς βρυσούλαις | |
και σεις Τσουμέρκα κι' Άγραφα παλληκαριών λημέρια | |
Αν δήτε τη γυναίκα μου αν δήτε και το γιο μου | |
ειπέτε τους πως μ’ έπιασαν με προδοσιά κι’ απάτη | |
Αρρωστημένο μ' ηύρανε ξαρμάτωτο ‘ς το στρώμα | |
ωσάν μωρό 'ς την κούνια του ‘ς τα σπάργανα δεμένο | |
Πήραν τα κάστρα πήραν τα πήραν και τα ντερβένια | |
πήραν και την Τριπολιτσά την ξακουσμένη χώρα | |
Κλαίουν ταχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες κλαίουν ‘ς τους δρόμους Τούρκισσαις κλαίουν εμιροπούλαις | |
κλαίει και μια χανούμισσα το δόλιο τον Κιαμίλη | |
Αχ που σαι και δεν φαίνεσαι καμαρωμένε αφέντη | |
Ήσουν κολόνα ‘ς το Μοριά και φλάμπουρο ‘ς την Κόρθο | |
ήσουν και 'ς την Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος | |
'Στην Κόρθο πλια δε φαίνεσαι ουδέ μεσ 'ς τα σαράγια | |
Ένας παπάς σου τα κάψε τα γέρμα τα παλάτια | |
Σκλάβος ραγιάδων έπεσες και ζης ραγιάς ραγιάδων | |
Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι | |
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε | |
Ποτάμι για λιγόστεψε ποτάμι στρέψε πίσω | |
για να περάσω αντίπερα πέρα στα κλεφτοχώρια | |
όπ' έχουν κλέφτες σύνοδο όπ' έχουν τα λημέρια” | |
Τον Κίτσο τον επιάσανε στην φυλακή τον πάνε | |
χίλιοι τον πάν' από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω | |
κι όλο ξοπίσω πήγαινεν η δόλια του η μανούλα | |
Κίτσο μου που 'ναι τ' άρματα που τα χεις τα τσαπράζια | |
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα | |
Μάνα λωλή μάνα τρελή μάνα ξεμυαλισμένη | |
μάνα δεν κλαις τα νιάτα μου δεν κλαις τη λεβεντιά μου | |
μόν' κλαις τα 'ρημα τ' άρματα τα 'ρημα τα τσαπράζια | |
Του Κίτσου η μάννα κάθουνταν 'ς την άκρη 'ς το ποτάμι | |
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε | |
Ποτάμι για λιγόστεψε ποτάμι γύρνα πίσω | |
για να περάσω αντίπερα 'ς τα κλέφτικα λημέρια | |
πόχουν οι κλέφταις σύνοδο κι' όλοι οι καπεταναίοι | |
Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και πάν να τον κρεμάσουν | |
χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω | |
κι’ ολοξοπίσω πάγαινε νη δόλια του η μαννούλα | |
Κίτσο μου που είναι τάρματα που τα χεις τα τσαπράζια | |
τοις πέντε αράδαις τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα | |
Μάννα λωλή μάννα τρελλη μάννα ξεμυαλισμένη | |
μάννα δεν κλαις τα νιάτα μου δεν κλαις τη λεβεντιά μου | |
μόν' κλαις τάρημα τάρματα τάρημα τα τσαπράζια | |
Ο ήλιος εβασίλευε κι' ο Δήμος παραγγέλνει | |
Σύρτε παιδιά μου 'ς το νερό ψωμί να φάτ' απόψε | |
και συ Λαμπράκη μ' ανιψιέ έλα κάτσε κοντά μου | |
να σου χαρίσω τ' άρματα να γένης καπετάνος | |
Παιδιά μου μη μ' αφήνετε 'ς τον έρημο τον τόπο | |
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς την κρύα βρύση | |
που ναι τα δέντρα τα δασιά τα πυκναραδιασμένα | |
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω | |
και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήση | |
για να του πω τα κρίματα όσά χω καμωμένα | |
δώδεκα χρόνια άρματωλός σαράντα χρόνια κλέφτης | |
Και βγάλτε τα χαντζάρια σας φκειάστε μ' ωριό κιβούρι | |
να ναι πλατύ για τάρματα μακρύ για το κοντάρι | |
Και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παραθύρι | |
να μπαίνη ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ | |
να μπανοβγαίνουν τα πουλιά της άνοιξης ταηδόνια | |
και να περνούν οι γέμορφαις να με καλημεράνε | |
Κοιμάται αστρί κοιμάται αυγή κοιμάται νιο φεγγάρι | |
κοιμάται η καπετάνισσα νύφη του Κοντογιάννη | |
μέσ' 'ς τα χρυσά παπλώματα μέσ' 'ς τα χρυσά σεντόνια | |
Να την ξυπνήσω ντρέπομαι να της το πω φοβούμαι | |
να μάσω μοσκοκάρυδα να την πετροβολήσω | |
ίσως την πάρη η μυρωδιά ίσως την εξυπνήση | |
Σηκώθη η καπετάνισσα και με γλυκορωτάει | |
Το τι μαντάτα μού 'φερες από τους καπετάνιους | |
Πικρά μαντάτα σού 'φερα από τους καπετάνιους | |
Το Νικολάκη πιάσανε τον Κωσταντή βαρέσαν | |
Πού σαι μαννούλα πρόφτασε πιάσε μου το κεφάλι | |
και δέσ' το μου σφιχτά για να μοιρολογήσω | |
Και ποιόν να κλάψω από τους δυο ποιανού να πω τοις χάρες | |
Να κλάψω για τον Κωσταντή ή για το Νικολάκη | |
Ήσαν μπαϊράκια 'ς τα βουνά και φλάμπουρα 'ς τους κάμπους | |
Πετρόμπεης καθότανε ψηλά ‘ς το Πετροβούνι | |
κ' εσφούγγιζε τα μάτια του μ' ένα χρυσό μαντήλι | |
Τι έχεις Μπέη που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα | |
Σα μ' ερωτάς Κυριάκαινα και θέλεις για να μάθης | |
απόψε μού ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι | |
τον Κυριακούλη σκότωσαν τον πρώτο καπετάνιο | |
και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα | |
Σηκώνομαι μια χαραυγή μαύρος από τον ύπνο | |
παίρνω νερό και νίβομαι μαντήλι και σφουγγειώμαι | |
ακούω τα δέντρα και βογγούν και ταις οξυαίς και τρίζουν | |
και τα λημέρια των κλεφτών και βαριαναστενάζουν | |
Έκατσα και τα ρώτησα γλυκά σαν τη μητέρα | |
Τι έχετε οξυαίς που χλίβεστε λημέρια που βογγάτε | |
Κ' εκείνα μ' αποκρίθηκαν βαριαναστεναγμένα | |
Εχάσαμε την κλεφτουριά και το λεβέντη Κώστα | |
οπού χε δώδεκα αδερφούς και τριανταδυό ξαδέρφια | |
πού φερνε σκλάβαις παπαδιαίς με τοις παπαδοπούλαις | |
πού φέρνε και τοις μπέΐσσαις μ' αυταίς τοις μπεϊοπούλαις | |
Εγέρασα μωρέ παιδιά 'ς τους κλέφταις καπετάνιος | |
τριάντα χρόνια αρματωλός πενήντα χρόνια κλέφτης | |
Θέλω ν’ αφήοω την κλεψιά καλόγερος να γένω | |
καλόγερος και γούυενος και ρασοτυλιμένος | |
Δέκα χωριά νεχάλασα τα ξαναφκειάνω πάλε | |
δυο μοναστήρια χάλασα τα ξαναχτίζω πίσω | |
Και σας χαρίζω τάρματα μαζί με την ευχή μου | |
Να ρήνω και 'ς το θυμιατό μπαρούτι αντίς λιβάνι | |
να μου θυμάη τον πόλευο τα περασμένα νιάτα | |
σεις να χαλάτε την Τουρκιά κ' εγώ να σας σχωράω | |
Φάτε και πιέτε βρε παιδιά χαρήτε να χαρούμε | |
κ' εγώ δεν έχω τίποτε παρά είμαι λαβωμένος | |
Πικρή που είναι η λαβωματιά φαρμακερό είν' το βόλι | |
Για πάρτε με και σύρτε με ψηλά 'ς τον άη Θανάση | |
που ναι τα δέντρα τα δασιά με τους παχείς τους ήσκιους | |
Κόφτε κλαριά και στρώστε μου κλαριά να με σκεπάστε | |
και 'ς τη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παρεθύρι | |
να μπαιζοβγαίνη το πουλί να φέρνη τα χαμπέρια | |
Κλαίνε τα δέντρα κλαίνε κλαίνε τα κλαριά | |
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα | |
κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα | |
κλαίνε κ' οι κρυοβρυσούλαις πόπινα νερό | |
κλαίνε και τα μετόχια πόπαιρνα ψωμί | |
κλαίνε τα μοναστήρια πόπινα κρασί | |
Φαρμάκι το μολύβι κ' η λαβωματιά | |
τα μάτια μου σβησμένα κι' όλο μ' το κορμί | |
'ς την ερημιά μονάχος δίχως συντροφιά | |
θεριά θενά με φάνε και τάγρια πουλιά | |
Ταντρειωμένου τάρματα δεν πρέπει να πουλειώνται | |
μον' πρέπει τους 'ς την εκκλησιά κ' εκεί να λειτουργειώνται | |
πρέπει να κρέμωνται ψηλά 'ς αραχνιασμένο πύργο | |
να τρώη η σκουριά το σίδερο κ' ή γη τον αντρειωμένο | |
Παιδιά Μοραϊτόπουλα και σεις 'Ρουμελιωτάκια | |
μα το ψωμί που φάγαμε μα την άδερφοσύνη | |
περάστε από τον τόπο μου κι' από τους εδικούς μου | |
Και να μην μπήτε 'ς το χωριό με νήλιο με φεγγάρι | |
ντουφέκια να μη ρίξετε τραγούδια να μην πήτε | |
και σας ακούση η μάννα μου κ' η δόλια γη αδελφή μου | |
Κι' α ρθούν και σας ρωτήσουνε πρώτη φορά μην πήτε | |
κι' α σας διπλορωτήσουνε και δεύτερη και τρίτη | |
μην πήτε πως σκοτώθηκα να μην κακοκαρδίσουν | |
μόν' πήτε πως παντρεύτηκα νεδώ 'ς αυτά τα μέρη | |
πήρα την πλάκα πεθερά τη μαύρη γης γυναίκα | |
κι' αυτά τα λιανολίθαρα αδέρφια και ξαδέρφια | |
Τρία πουλάκια κάθονται μέσ' 'ς το Γερακοβούνι | |
το να τηράει τον Αρμυρό τάλλο κατ' τό Ζητούνι | |
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει | |
Ο Λιάκος τι να γίνηκε φέτο το καλοκαίρι | |
να βγή 'ς της Γούρας τα βουνά να βγη κατ' τό Ζητούνι | |
να χαρατζώση τα χωριά κι' όλο το βιλαέτι | |
Ο Λιάκος αποκλείστηκε 'ς το Μπούμηλο 'ς τη ράχη | |
Πολλή Τουρκιά τον πλάκωσε Κονιάροι κι' Αρβανίταις | |
Προσκύνα Λιάκο τον πασά προσκύνα το βεζίρη | |
να σου χαρίση τη ζωή δερβέναγας να γίνης | |
Όσο 'ν' ο Λιάκος ζωντανός πασά δεν προσκυνάει | |
πασά έχει ο Λιάκος το σπαθί βεζίρη το ντουφέκι | |
Κι' αρχίσανε τον πόλεμο τα βροντερά ντουφέκια | |
Μέρα και νύχτα πολεμούν τρεις μέραις και τρεις νύχταις | |
κι' ο Λιάκος έτρεξεν ομπρός με το σπαθί 'ς το στόμα | |
Φεύγουν Κονιάροι από μπροστά φεύγουν κ' οι Αρβανίταις | |
Κλαίουν οι Αρβανίτισσαις 'ς τα μαύρα φορεμέναις | |
κι' ο Βεληγκέκας γύρισε 'ς το αίμα του πνιμένος | |
κι' ο Μουσταφάς λαβώθηκε 'ς το γόνα και 'ς το χέρι | |
Τρία μεγάλα σύγνεφα 'ς το Καρπενίσι πάνε | |
τό να φέρνει αστραπόβροντα τάλλο χαλαζοβρόχια | |
το τρίτο το μαυρύτερο μαντάτα του Λιβίνη | |
Σε σένα Μήτρο μου γαμπρέ Σταθούλα ψυχογιέ μου | |
αφήνω τη γυναίκα μου το δόλιο μου το Γιώργη | |
που ναι μικρός για φαμελιά κι' άπ' άρματα δεν ξέρει | |
Και σα διαβή τα δεκαννιά και γίνη παλληκάρι | |
ελάτε να ξεθάψετε τα δόλια τάρματά μου | |
που τά χωσα 'ς την εκκλησιά μέσα 'ς το άγιο βήμα | |
να μη τα πάρουν τα σκυλιά κι' ο Τουρκοκωσταντάκης | |
Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι' ο Αλέξης ο αντρειωμένος | |
και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης | |
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν | |
κι' αντάμα έχουν τους μαύρους των 'ς τον πλάτανο δεμένους | |
Του Κώστα τρώει τα σίδερα τ' Αλέξη τα λιθάρια | |
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξερριζώνει | |
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν | |
πουλάκι πήγε κ' έκατσε δεξιά μεριά 'ς την τάβλα | |
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί δεν έλεε σαν αηδόνι | |
μόν' ελαλούσε κ' έλεγε ναθρωπινή κουβέντα | |
Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε | |
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοϊ κουρσάροι | |
Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά του Κώστα τη γυναίκα | |
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη | |
Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης | |
ευρέθη το Βλαχόπουλο 'ς το μαύρο καβαλλάρης | |
Για σύρε συ Βλαχόπουλο 'ς τη βίγλα να βιγλίσης | |
αν είν' πενήντα κ' εκατό χύσου μακέλλεψέ τους | |
κι' αν είναι περισσότεροι γύρισε μίλησε μας | |
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίση | |
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνους κι' Αράπηδες κουρσάρους | |
πλάγια κοκκινίζαν | |
'ρχισε να τους διαμετράη διαμετρημούς δεν είχαν | |
Να πάη πίσω ντρέπεται να πάη εμπρός φοβάται | |
Σκύβει φιλεί το μαύρο του στέκει και τον ρωτάει | |
Δύνεσαι μαύρε μ' δύνεσαι 'ς το γαίμα για να πλέξης | |
Δύνομαι αφέντη δύνομαι 'ς το γαίμα για να πλέξω | |
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω | |
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι | |
μην τύχη λάκκος και ρηχτώ και πέσης απ' τη ζάλη | |
Σαΐτταις μου αλεξαντριαναίς καμιά να μη λυγίσει | |
και συ σπαθί μου διμισκί να μην αποστομώσης | |
Βόηθα μ' ευχή της μάννας μου και του γονιού μου βλόγια | |
ευχή του πρώτου μ' αδερφού ευχή και του στερνού μου | |
Μαύρε μου άιντε νά μπουμε κι' όπου ο Θεός τα βγάλη | |
'Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός 'ς τα ξέβγα σαν πετρίτης | |
'ς τα έμπα του χίλιους έκοψε 'ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες | |
και 'ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει | |
Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά του Κώστα τη γυναίκα | |
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη | |
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει | |
'Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα | |
Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη αντρεϊωμένε | |
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι' οπίσω μου κρυφτήτε | |
τι θόλωσαν τα μάτια μου μπροστά μου δε σας βλέπω | |
και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια | |
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια | |
Τι νά ναι ο αχός που γίνεται κ' η ταραχή η μεγάλη | |
'ς τη μέση 'ς το Κεράσοβο και 'ς τη μεγάλη χώρα | |
Ο Μπουκουβάλας πολεμάει με τους Μουσουχουσαίους | |
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή και τα βουνά βογγάνε | |
Κ' ένα πουλάκι φώναξε ναπό ψηλό κλαράκι | |
Πάψε Γιάννη μ' τον πόλεμο πάψε και το τουφέκι | |
να κατακάτση ο κουρνιαχτός να σηκωθή η αντάρα | |
να μετρηθή κ' η κλεφτουριά να μετρηθή τασκέρι | |
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φοραίς και λείπουν πεντακόσιοι | |
μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβένταις | |
Ο κούκος φέτο δε λαλεί ούτε και θα λαλήση | |
παρά η τρυγόνα η χλιβερή το λέει το μοιρολόγι | |
Φέτος μας ήρθεν η Αραπιά και κόβει και σκλαβώνει | |
Εσκλάβωσαν μικρά παιδιά γυναίκες με τους άντρες | |
Κ’εσκότωσε λεβεντουργιά και καπεταναραίους | |
Τρία κομμάτια σύννεφα 'ς τον Έλυμπο 'ς τη ράχη | |
τό να βαστάει τη δροσιά τάλλο βαρύ χαλάζι | |
το τρίτο το μαυρότερο τη θάλασσ’ αγναντεύει | |
Πάψε γιαλέ μου το θυμό πάψε τα κύματα σου | |
να βγουν τα κλεφτοκάραβα πόχουν τους κλέφταις μέσα | |
να βγή κι' ο Νίκος μια βολά ψηλά 'ς τ’ Αργυροπούλι | |
Όσαις μαννούλαις τ' άκουσαν όλαις κινούν και πάνε | |
Νίκο μ' το πού είν' οι άντρες μας το πού ναι τα παιδιά μας | |
Οι άντρες σας δεν είν' εδώ νουδέ και τα παιδιά σας | |
πάησαν πέρα 'ς το Χάντακα 'ς το έρημο το Πράβι | |
πάν να τροχίσουν τα σπαθιά να πλύνουν τα τουφέκια | |
Τι έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμμένα | |
Μήνα χαλάζι τα βαρεί μήνα βαρύς χειμώνας | |
Ουδέ χαλάζι τα βαρεί ουδέ βαρύς χειμώνας | |
ο Νικοτσάρας πολεμάει με τρία βιλαέτια | |
τη Ζίχνα και το Χάντακα το έρημο το Πράβι | |
Τρεις μέραις κάνει πόλεμο τρεις μέραις και τρεις νύχτες | |
χωρίς ψωμί χωρίς νερό χωρίς ύπνο στο μάτι | |
Χιόνι έτρωγαν χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν | |
Τα παλληκάρια φώναξε 'ς τοις τέσσερες ο Νίκος | |
Ακούστε παλληκάρια μου λίγα κι’ αντρειωμένα | |
βάλτε τσελίκι 'ς την καρδιά και σίδερο 'ς τα πόδια | |
κι’ αφήστε τα τουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας | |
γιρούσι για να κάμωμε να φτάσωμε το Πράβι | |
Το δρόμο πήραν σύνταχα κ' έφτασαν 'ς το γιοφύρι | |
ο Νίκος με το δαμασκί την άλυσό του κόφτει | |
φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά πίσω το Πράβι αφήνουν | |
Ο Όλυμπος κι' ο Κίσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν | |
το ποιο να ρήξη τη βροχή το ποιο να ρήξη χιόνι | |
Ο Κίσαβος ρήχνει βροχή κι' ο Όλυμπος το χιόνι | |
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου | |
Μη με μαλώνης Κίσαβε μπρε τουρκοπατημένε | |
που σε πατάει η Κονιαριά κ' οι Λαρσινοί αγάδες | |
Εγώ ειμ' ο γέρος Όλυμπος 'ς τον κόσμο ξακουσμένος | |
έχω σαράντα δυο κορφαίς κ' εξήντα δυο βρυσούλαις | |
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης | |
Κι' όταν το παίρν' η άνοιξη κι' ανοίγουν τα κλαδάκια | |
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους | |
Έχω και το χρυσόν αϊτό το χρυσοπλουμισμένο | |
πάνω 'ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει | |
Ήλιε μ' δεν κρους ταποταχύ μόν' κρους το μεσημέρι | |
να ζεσταθούν τα νύχια μου τα νυχοπόδαρά μου | |
Κρυφά το λένε τα πουλιά κρυφά το λεν ταηδόνια | |
κρυφά το λέει ο γούμενος από την άγια Λαύρα | |
Παιδιά για μεταλάβετε για ξεμολογηθήτε | |
δεν εϊν’ ο περσινός καιρός κι' ο φετεινός χειμώνας | |
Μας ήρθε γη άνοιξη πικρή το καλοκαίρι μαύρο | |
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους | |
Να διώξουμ' όλη την Τουρκιά η να χαθούμε ούλοι | |
Ένα μικρό καράβι μαζώνει τα παννιά | |
ανοίγει την παντιέρα και πόλεμο ζητά | |
Ζητά τον άγιο Τάφο και την Άγια Σοφιά | |
Κι' ακόμα θα ζητήση τον Πατριάρχη μας | |
οπού τον εκρεμάσαν για το ινάτι μας | |
Καμπάναις θα χτυπήσουν πάν’ 'ς τα καμπαναρειά | |
να σκάσουν οι χοτζάδες απάνου 'ς τα τζαμιά | |
Κι' όσοι Χριστόν πιστεύουν και τον δοξάζουνε | |
τον Τούρκο λογαριάζουν να τον μοιράζουνε | |
Στο ρημοκλήσι του Δηρού | |
λειτούργα ο πρωτοσύγκελος | |
και τάχραντα μυστήρια | |
έφερνε ‘ς το κεφάλι του | |
ψάλλοντας το χερουβικό | |
Μα έξαφνα κι'ανέλπιστα | |
Τούρκοι τον περίλαβανε | |
Κ’ έλαβε μόνον τον καιρό | |
και σήκωσε τα χέρια του | |
κ' είπεκε Παντοδύναμε | |
δυνάμωσε τους Χριστιανούς | |
τύφλωσε τους Αγαρηνούς | |
τη μέρα τη σημερινή | |
Μα οι άνδρες όλοι ελείπασι | |
ήταν ‘ς τη Βέργα τ' Αρμυρού | |
όπου Τρωάδα ο πόλεμος | |
επάηνε δυο μερόνυχτα | |
Μόνα τα γυναικόπαιδα | |
και γέροντες ανώφελοι | |
(γιατ' ήτο θέρος) βρέθεσαν | |
με τα δρεπάνια 'ς τα λουριά | |
Καθόλου δε δειλιάσασι | |
καθόλου δεν τρομάξασι | |
μόν' έδωκαν την είδηση | |
'ς τον Κωσταντίνο με πεζόν | |
Κ' εκείνος ως πολέμαρχος | |
εσύναξ' όλα τα χωριά | |
γράφει και στέλνει ς' τ’ Αρμυρό | |
κ' έδραμε κατά το Δηρό | |
Βλέπει γυναίκες να χερούν | |
και τα δρεπάνια να κρατούν | |
τους Αραπάδες να χτυπούν | |
Εύγε σας μεταεύγε σας | |
γυναίκες άνδρες γίνετε | |
σαν ανδρειωμέναις μάχεσθε | |
σαν Αμαζόνες κρούετε | |
Είπε κ' εβρυχουμάνισε | |
σαν το λιοντάρι 'ς τα βουνά | |
Τους Τούρκους κόφτει αψήφιστα | |
Τότε τα παλληκάρια του | |
πετάχτησαν σαν τους αϊτούς | |
κ' επιάστηκαν με τους εχτρούς | |
χέρια με χέρια ανάκατα | |
Τους εκαταποντίσασι | |
και τους εβάλασι μπροστά | |
σαν να ήσαν γιδοπρόβατα | |
Σφάζοντας και σκοτώνοντας | |
φτάσασι 'ς την ακρογιαλιά | |
που μέλισσα ήτον η Τουρκιά | |
Τότε 'ς εκείνην τη στιγμή | |
αγνάντιαζαν κ' έπρόφτασαν | |
τα παλληκάρια τ' Αρμυρού | |
οπού τη νίκη φέρνασι | |
Πρώτος ήτο κ' εμπροστινά | |
ο γιος του γέρου βασιλιά | |
είχε 'ς τα πόδια του φτερά | |
που τον ο πρώτος άγωρος | |
Ξεγυμνωμένο το σπαθί | |
εκράτει και τα μάτια του | |
σπίκιαις και φλόγες βγάζασι | |
Έχετε θάρρος είπεκε | |
με μια φωνή σαν τη βροντή | |
μη τα φοβάστε τα σκυλιά | |
ας ειν' πολλοί κι’ αμέτρητοι | |
Ήταν πολλοί και 'ς τ' Αρμυρό | |
κι' εμείς τους ενικήσαμεν | |
κι' όλους τους εξωφλήσαμεν | |
Πρόφτασε τότε κι' ο αρχηγός | |
πρόφτασε κι' ο αρχιστράτηγος | |
οπού ναι πενταγνώστικος | |
'ς τοις μάχαις 'ς τα πολιτικά | |
κ' είπε 'ς τα παλληκάρια του | |
κ' είπε 'ς όλο το στράτευμα | |
Όσοι πιστοί εμπρός παιδιά | |
σήμερον γεννηθήκαμε | |
και θα σωθούμε σήμερον | |
Ήνοιξ' η μάχη τρομερά | |
κ' ήτανε ξεσυνέριση | |
'ς όλα τα Σπαρτιατόγονα | |
ποίοι να πάσι μπροστινοί | |
Οι Τούρκοι αντισταθήκασι | |
τι ήσαν 'ς την άκρη του γιαλού | |
Μεσ’ 'ς το στερνό δειλιάσασι | |
κ' επέφτασι 'ς τη θάλασσα | |
σαν τα τυφλά τετράποδα | |
γιατ' ήτο θέλημα θεού | |
να σακουστή η παράκληση | |
τ’ αγίου πρωτοσύγκελου | |
Κι’ αν τα ντερβένια τούρκεψαν τα πήραν Αρβανίταις | |
ο Στέργιος είναι ζωντανός πασάδες δεν ψηφάει | |
Όσο χιονίζουν τα βουνά Τούρκους μην προσκυνούμε | |
Πάμε να λημεριάζωμε όπου φωλιάζουν λύκοι | |
'Σ ταις χώραις σκλάβοι κατοικούν 'ς τους κάμπους με τους Τούρκους | |
χώραις λαγκάδια κ’ ερημιαίς έχουν τα παλληκάρια | |
Παρά με Τούρκους με θεριά καλύτερα να ζούμε | |
Τρία πουλάκια κάθονται ‘ς τη ράχη 'ς το λημέρι | |
τό να τηράει τον Αρμυρό τάλλο κατά το Βάλτο | |
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει | |
Κύριε μου τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης | |
Ουδέ 'ς το Βάλτο φάνηκε ουδέ 'ς την Κρύα βρύση | |
Μας είπαν πέρα πέρασε κ’ επήγε προς την Άρτα | |
κ' επήρε σκλάβο τον κατή μαζί με δύο αγάδες | |
Κι' ο μουσελίμης τ' άκουσε βαριά του κακοφάνη | |
Το Μαυρομάτη νέκραξε και το Μουχτάρ Κλεισούρα | |
Εσείς αν θέλετε ψωμί αν θέλετε πρωτάτα | |
το Χρήστο να σκοτώσετε τον καπετάν Μηλιόνη | |
Τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μόστειλε φερμάνι | |
Παρασκευή ξημέρωσε ποτέ να μη είχε φέξη | |
κί' ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη | |
'Στον Αρμυρό τον έφτασε κι' ως φίλοι φιληθήκαν | |
Ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώση | |
Και όταν έφεξε η αυγή πέρασαν 'ς τα λημέρια | |
Κι' ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη | |
Χρήστο σε θέλει ο βασιλιάς σε θέλουν κ' οι αγάδες | |
Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός Τούρκους δεν προσκυνάει | |
Με το τουφέκι τρέξανε ο ένας να φάη τον άλλο | |
Φωτιάν εδώσαν 'ς τη φωτιά κ’ έπεσαν εις τον τόπο | |
Πολλά τουφέκια αντιβογούν μιλιόνια καριοφίλια | |
μήνα σε γάμο πέφτουνε μήνα σε πανηγύρι | |
κι ουδέ σε γάμο πέφτουνε κι’ ουδέ σε πανηγύρι | |
Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει 'ς το σημάδι | |
Πάγει κι’ ο Χρόνης για να ιδή σεργιάνι για να κάμη | |
Ώρα καλή μπουλούκμπαση Καλό 'ς το Χρόνη οπού ρθε | |
Πώς τά χεις Χρόνη μ’ τα παιδιά τι κάνουν τα παιδιά σου | |
Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια | |
δώδεκα μέραις έλειπα τι κάνουνε δεν ξέρω | |
Για άπλωσε Χρόνη 'ς τον τορβά για λύσε το δισάκκι | |
θα βρης δυο μήλα κόκκινα δυο πατρινά λεμόνια | |
Πάγει κι' ο Χρόνης και κυττάει μεσ’ ς τον τορβά και βλέπει | |
βλέπει το πρώτο του παιδί το πρώτο παλληκάρι | |
τηράζει κι' άλλη μια φορά τάλλο παιδί του βλέπει | |
Πέφτει στραβός με το σπαθί 'ς το τούρκικο τασκέρι | |
βαρεί δεξιά βαρεί ζερβιά βαρεί μπροστά και πίσω | |
κόβει Αρβανίταις δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες | |
Πολλά τουφέκια αντιβογούν μιλιόνια καριοφίλια | |
μήνα σε γάμο πέφτουνε μήνα σε πανηγύρι | |
κι ουδέ σε γάμο πέφτουνε κι’ ουδέ σε πανηγύρι | |
Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει 'ς το σημάδι | |
Πάγει κι’ ο Χρόνης για να ιδή σεργιάνι για να κάμη | |
Ώρα καλή μπουλούκμπαση Καλό 'ς το Χρόνη οπού ρθε | |
Πώς τά χεις Χρόνη μ’ τα παιδιά τι κάνουν τα παιδιά σου | |
Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια | |
δώδεκα μέραις έλειπα τι κάνουνε δεν ξέρω | |
Για άπλωσε Χρόνη 'ς τον τορβά για λύσε το δισάκκι | |
θα βρης δυο μήλα κόκκινα δυο πατρινά λεμόνια | |
Πάγει κι' ο Χρόνης και κυττάει μεσ’ ς τον τορβά και βλέπει | |
βλέπει το πρώτο του παιδί το πρώτο παλληκάρι | |
τηράζει κι' άλλη μια φορά τάλλο παιδί του βλέπει | |
Πέφτει στραβός με το σπαθί 'ς το τούρκικο τασκέρι | |
βαρεί δεξιά βαρεί ζερβιά βαρεί μπροστά και πίσω | |
κόβει Αρβανίταις δώδεκα και δυο μπουλουκμπασήδες | |
Οι κλέφταις επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες | |
κι’ άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι' άλλοι βοσκούνε γίδια | |
κ' ένα μικρό κλεφτόπουλο δε θέ να προσκύνηση | |
Το πλάγι πλάγι πήγαινε τον ταμπουρά λαλούσε | |
Εγώ ραγιάς δε γένομαι Τούρκους δεν προσκυνάω | |
δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες | |
μόν' καρτερώ την άνοιξη να ρθούν τα χελιδόνια | |
να βγουν οι βλάχαις 'ς τα βουνά να βγουν οι βλαχοπούλαις | |
Θέλω να πάρω ανήφορο να πάρω ανηφοράκι | |
να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι | |
να γείρω ν'άποκοιμηθώ γλυκόν ύπνο να πάρω | |
Μαϊδέ έγειρα ιδέ επλάγιασα μαϊδέ τον ύπνο πήρα | |
κι’ ακώ τα πεύκα να βογγούν και τοις οξυαίς να τρίζουν | |
κι' ακώ μιας πέρδικας λαλιά μιας αηδονολαλούσας | |
και το λεγε λυπητερά σα μαύρο μοιρολόγι | |
Το τι έχεις περδικούλα μου και κλαις κι' αναστενάζεις | |
μην είν' ταυγά σου μελανά και τα πουλιά σου μαύρα | |
Δεν είν' ταυγά μου μελανά και τα πουλιά μου μαύρα | |
μον' κλαίω για την κλεφτουριά για τους καπεταναίους | |
που τους χαλάει ο Αλή πασάς 'ς τα Γιάννενα 'ς τη λίμνη | |
Με γέλασε νη χαραυγή τάστρι και το φεγγάρι | |
και βγήκα νύχτα 'ς τα βουνά ψηλά 'ς τα κορφοβούνια | |
Ακώ τον άνεμο και ηχά με τα βουνά μαλώνει | |
Νεσείς βουνά ψηλά βουνά και σεις κοντοραχούλαις | |
τι έχετε που μαλώνετε τι έχετε που χτρευώστε | |
Μη σας βαραίνουν τα νερά και τα πολλά τα χιόνια | |
Δε μας βαραίνουν τα νερά και τα πολλά τα χιόνια | |
παρ’ μας βαραίν' η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι | |
Λάμπουν τα χιόνια 'ς τα βουνά κι' ο ήλιος 'ς τα λαγκάδια | |
λάμπουν και ταλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων | |
πόχουν τασήμια τα πολλά τοις ασημένιαις πάλαις | |
τοις πέντε αράδες τα κουμπιά τοις έξι τα τσαπράζια | |
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν | |
Καβάλλα τρώνε το ψωμί καβάλλα πολεμάνε | |
καβάλλα πάν 'ς την εκκλησιά καβάλλα προσκυνάνε | |
καβάλλα παίρν' αντίδερο απ’ του παπά το χέρι | |
Φλωριά ρήχνουν 'ς την Παναγιά φλωριά ρήχνουν 'ς τους άγιους | |
και 'ς τον αφέντη το Χριστό τοις ασημένιαις πάλαις | |
Χριστέ μας βλόγα τα σπαθιά βλόγα μας και τα χέρια | |
Κι' ό Θοδωράκης μίλησε κι’ ο Θοδωράκης λέει | |
Τούτ' οι χαραίς που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν | |
Απόψ' είδα 'ς τον ύπνο μου 'ς την υπνοφαντασιά μου | |
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα | |
Ελάτε να σκορπίσουμε μπουλούκια να γενούμε | |
Σύρε Γιώργο μ' 'ς τον τόπο σου Νικήτα 'ς το Λοντάρι | |
εγώ παου 'ς την Καρύταινα πάου 'ς τους εδικούς μου | |
ν' αφήκω τη διαθήκη μου και τοις παραγγολαίς μου | |
τι θα περάσω θάλασσα 'ς τη Ζάκυνθο θα πάω | |
Πολύ σκοτίδιασε ο ουρανός πάλι να βρέξη θέλει | |
σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά και της Μηλιάς ο κάμπος | |
Εσύρανε τα ρέματα εσύραν τα λαγκάδια | |
κ’ εκόπηκε το πέρασμα κ' εκόπη το γιοφύρι | |
που κει περνάει η κλεφτουριά οι Κολοκοτρωναίοι | |
με τα μπαϊράκια τα χρυσά τοις ασημομπιστόλαις | |
Κινάν και πάν 'ς την εκκλησιά για να λειτρουγηθούνε | |
φορούν τα πόσια τα χρυσά τοις ασημοπαλάσκαις | |
Σίντας ξελειτρουγήσανε και βγήκαν 'ς την κουβέντα | |
πετάχτηκε ό Κωσταντής και λέει του Δημητράκη | |
Τούτ’ η χαρά πού χομ' εμείς σε λύπη θα μας φέρη | |
πολλή Τουρκιά μας έζωσε ο θιος να μας γλυτώση | |
Τακούει ο Παναγιώταρος κ'εσβήστη από τα γέλοια | |
Τι λες κουμπάρε Κωσταντή τι λες τι κουβεντιάζεις | |
Τίγαρις είναι του Μυστρά να το πατούν οι Τούρκοι | |
Ποτέ δεν επατήθηκε της Καστανιάς ο πύργος | |
ουδέ ο Τούρκος τον πάτησε μαϊδέ και ο Αλαμάνος | |
Κι ακόμα ο λόγος έστεκε κ' η συντυχιά κρατειώταν | |
Μπουλούκπασας τους έκλεισε με χίλιους πεντακόσιους | |
Τρεις περδικούλαις κάθουνται 'ς τον πύργο της Καστάνιας | |
η μία κλαίει τον Κωσταντή η άλλη το Δημητράκη | |
κ' η τρίτη η καλύτερη κλαίει τον Παναγιώτη | |
Τι έχουν της Μάνης τα βουνά οπού είναι βουρκωμένα | |
καν ο βοριάς τα βάρεσε καν η νοτιά τα πήρε | |
Μηδέ ο βοριάς τα βάρεσε μηδ' η νοτιά τα πήρε | |
παλεύει ο Καπετάν πασιάς με τον Κολοκοτρώνη | |
Στεριά παλεύει ο Αλή μπεης μ’ άρματα του πελάγου | |
'Σ την Άρια που έρρηξε τ' ορδί διαβάζει το φερμάνι | |
Ποιος ειν' ο Παναγιώταρος ποιο λεν Κολοκοτρώνη | |
να ρθούν να προσκυνήσουνε ραγιάδες να γενούνε | |
Τ' ακούει ο Παναγιώταρος παράξενο του φάνη | |
Δεν προσκυνούμε Αλή μπεη ο νους σου μη το βάνη | |
τάρματα δεν τα δίνομε ραγιάδες να γενούμε | |
παρά θα γίνη πόλεμος με τόπια με ντουφέκια | |
Κι' ο Αλή μπεης σαν τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη | |
Δώδεκα ημέραις πολεμάει με τόπια με ντουφέκια | |
την Κυριακή το δειλινό μεγάλα τόπια βγάλαν | |
καρσί 'ς τον πύργο τά βαλαν τον πύργο να χαλάσουν | |
Βλέπουν τον πύργο κ' έτρεμε κ' ήθελε για να πέση | |
Εσείς βουνά ψηλά βουνά με τα δασιά κλαριά σας | |
με τα δασιά τα έλατα το εν' απάνω 'ς τάλλο | |
και πύργε της Καστάνιτσας οπού βαστάτε κλέφταις | |
τους κλέφταις τί τους κάματε τους Κολοκοτρωναίους | |
οπού φορούν χρυσά σπαθιά μπαλάσκαις ασημένιαις | |
χρυσά 'ν' και τα ντουφέκια τους χρυσά μαλαματένια | |
και τα τσαπράζια που φορούν ούλο μαργαριτάρια | |
Κείνοι το Μάρτη εδώ ήσανε και τον μισόν Απρίλη | |
και την ημέρα τ' άη Γιωργιού που είναι το πανηγύρι | |
φίλοι τους επροσκάλεσαν τους είχανε τραπέζι | |
Πάνω ποβάλαν τα φαγιά κ' έκαμαν το σταυρό τους | |
ψιλή φωνίτσα νάκουσαν ψιλή φωνή νακούνε | |
Γι' αφήστε τα καλά φαγιά και πάρτε τα ντουφέκια | |
τι οι Τούρκοι σας επλάκωσαν τι οι Τούρκοι σας επήραν | |
Και τα ντουφέκια πήρανε και τα σπαθιά τραυήξαν | |
τους Τούρκους εκυνήγησαν τους κάμαν ένα ένα | |
Χήρας υγιός λατρεύει τριά καλά άλογα | |
το Γρίβα και το Μαύρη και τον Πέπανο | |
το Γρίβα για καβάλλα και για λεβεντιά | |
τον Πέπανο για μάτια και ξανθά μαλλιά | |
το Μαύρη για σεφέρι και για πόλεμο | |
Μα πήγε 'ς το σεφέρι κ' ήρθεν αδειανό | |
και ο Γρίβας το μαλώνει και ο Πέπανος | |
Βρε πού είναι μωρέ Μαύρη πού είναι ο αφέντης μας | |
πού πήγες 'ς το σεφέρι κ' ήρθες αδειανός | |
Αφήστε να σας είπω τα τραγούδια μου | |
και το μεγάλο πόνο της καρδούλας μου | |
Ωσάν επολεμούμε 'ς το ρημόκαστρο | |
έκαμα να περάσω πο τον πόταμο | |
κοπήκανε οι σέλλαις και οι σκαλωσιαίς | |
και πήρε τον αφέντη κ' ήρθα ναδειανό |
Sign up for free
to join this conversation on GitHub.
Already have an account?
Sign in to comment